O Πλάτανος στο χοροστάσι είχε την τιμητική του. Άντρες
μαζεμένοι κουβεντιάζανε, πηγαινοερχότανε και τραπέζια ετοιμάζονταν για
στρώσιμο. Όλα από μακριά έδειχναν ότι στο καφενείο του Ζωΐτση θα ερχότανε κάποιος
μεγάλος. Η Καλλιόπη του Καβάκου κατηφορίζοντας από του Τσάρα είδε όλο αυτό, το
νταβατούρι και από περιέργεια πήγε να μάθει τι γίνεται.
Η Κολλιοπίτσα μας ήτανε γνωστή στο χωριό με το καλλιτεχνικό
παρατσούκλι του άντρα της -τον έλεγαν Ματζιώρα- επειδή ήταν μουσικός και ήξερε
και μουσική. Η Ματζιώρω όξω από το Παρθεναγωγείο βρίσκει τον Πάντο Δόση που ασχολιούνταν
με την καθαριότητα .
-
Ω Πάντο τί γένεται εκεί σιακάτω;
-
Τι σε μέλλει;
-
Αμ πως
δεν με μέλλει . Να μην ξέρω τι γένετε;
Ο Πάντος την κοιτάζει πατόκορφα και της ξαναλέει.
-
Πίττα που δεν τρώς τι σε μέλλει κι αν καεί;
- Εγώ σε ρωτώ και συ μου λες άλλαλα - μπάλαλα. Πες
μου πως δεν ξέρεις να πάω να ρωτήσω άλλον. Τι μου άρχισες το κατηχητικό και την
Σολωμονική;
- Τον κακό σου τον καιρό, νεύριασε ο Παντελής. Αεί
παρατάμε μη σου φέρω την σκούπα κατακέφαλα. Αεί Τιτ.
Η Καλλιόπη πάει λίγο παρακάτω βάζει τα χέρια στην μέση και
φωνάζει:
- Ξέρω γω γιατί τα βάζεις μαζί μου. Φαίνεται ότι
χθες το βράδυ η γυναίκα σου δεν σου έκανε τα χατήρια.
Γέλασε ο Πάντος, πήρε θάρρος η Ματζιόρω και συνέχισε:
- Μω Πάντο,
αλήθεια για πες μου: Εσύ ήθελες και εκείνη δεν σου τόδωκε, ή εκείνη ήθελε και
σένα δεν σου έκανε κούκου;
-
Ασε τις μπαχαλότες, έλα βάστα το σακκί και θα
σου πω.
Η Ματζιώρω πάει κοντά και ο Παντελής της λέει:
- Έρχεται ο Έπαρχος...
-
Μόνος του ή με κομπανία ;
-
Για δες που θέλεις και τη σάλτσα. Με κουμπανία.
Έρχεται με τη Γραμματέα του.
- Ποιά; Εκείνη την φοράδα που είχε την φούστα μια
πιθαμή πάνω από το γόνατο και κάθεται με το ένα πόδι πάνω στο άλλο;
- Ναι - ναι αυτή, είπε ο Πάντος και συνέχισε
αναστενάζοντας. Αχ - αχ. Αυτή που έχει ένα πρόσωπο σαν τον ήλιο. Έχει ένα
βυζί στητό σαν το μπαλκόνι του Σκορδούλα. Έχει κάτι κολομέρια σαν μισοφέγγαρα.
Αν θα πεις και για το «αποκάτω» της πω! πω ! πω!
-
Ουί-Ουί-ουί λέλε μου είπε η Μαντζιώρω. Σου γιάλισε και
σένα Πάντο, σου γιάλισε;
-
Εμ εγώ δεν είμαι άντρας; Τι τόχουμε το εργαλείο,
για μόστρα;
-
Για τήρα ο Πάντος και δεν του φαίνεται.
-
Καλλιόπη, φαίνεται ξεφαίνεται άμα ... θα
αρατιστείς.
- Καλά Πά ντο, καλά, τσόπα! Τώρα φεύγω και πάω στις Μέντζες να πω τα Χαμπέρια, είπε η Ματζιώρω.
Οι
Μέντζες ήτανε δύο αδερφές, η Δέσπω και η Ουρανία (δασκάλα), που η φύση τις
είχε προικίσει με ιδιαίτερα χαρίσματα. Αυτό όμως δεν τις εμπόδιζε καθόλου να
συμμετέχουν σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις του χωριού και με πολύ επιτυχία.
Εκείνη την ώρα είχανε επισκέψεις. Είχαν έρθει η Βγένω με την Ουρανία από το Ραδιό.
- Έβαλαν
τραπέζια και καρέκλες, είπε η Βγένω.
- Έβαλαν
και μπουκέτα με μανούσια, είπε η Ουρανία.
- Τα
μανούσια τους έλειπαν! και γιατί τάβαλαν; Ρώτησε η Δέσπω.
- Θα σας πω εγώ, είπε η Ματζιώρω που εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα στο σπίτι. Έρχεται ο Έπαρχος με την κουμπανία του τρία αυτοκίνητα γιομάτα.
- Και
με τι είναι φορτωμένα τα αυτοκίνητα;
- Με
αμμοχάλικο; ρώτησε η Βγένω που χάζευε κοιτώντας όξω από το παράθυρο. Για δετέ
κόσμε! Για τι κουβεντιάζουμε τόση ώρα;
- Ντίπι
ντάι ντόι είσαι; είπε η Ματζιώρω.
- Και
γιατί θαρθούνε; ρώτησε η Δασκάλα.
- Α!
Αυτό δεν το ξέρω, θα πάω να μάθω και θάρθω να σας πω.
- Όχι,
είπε η Δέσπω, θα πάμε μαζί γιατί εσύ βόδι θα πας και ζώον θα γυρίσεις.
- Τση
μα τση μι, της απάντησε η Ματζιώρω ενοχλημένη.
- Μην
μας σκίζετε το κεφάλι, φευγάτε και οι δυο, είπε η Ουρανία.
- Πιαστείτε
και αλαμπρατσέτα να μην ζμποδιθείτε, είπε η δασκάλα.
Η
Δέσπω με την Καλλιόπη ξεκινούν για τον πλάτανο για να
μάθουν τα πως και τα γιατί για τον Έπαρχο. Μπροστά στου Τζόβα βρίσκουν τον Νίκο
Λογοθέτη που κρατούσε και το ντέφι.
- Μω Νίκο - Νίκο φώναζε η Δέσπω.
- Δεν ντρέπεσαι; Τι είναι αυτά που λες ; είπε η
Καλλιόπη. Μουνίκο άκου μουνίκο -- Ματζιώρω βγάλε το σκασμό μην σου αστράψω κάνα φούσκο και δεις τον ουρανό σφοντύλι και τα άστρα μακαρόνια.
- Λέγε Δέσπω, είπε ο Νίκος σκασμένος στα γέλια .
- Γιατί έρχεται ο έπαρχος;
- Τον κάλεσε ο Πρόεδρος της Κοινότητας για να συζητήσουμε
για μια λούτσα στο Ντουμ ντουμ.
- Και πού θα κάτσουν να τα πουν;
- Στραβωμάρα έχεις; Στα τραπέζια είπε η Ματζιώρω.
- Και το ντέφι γιατί τόφερες;
- Για παραδοσιακή μουσική, θα κάτσω απέναντι από την Γραμματέα του που τραγουδάει ωραία.
- Όλα της ωραία είναι, είπε η Καλλιόπη, και τα πάνω της
και τα κάτω της και τα μπροστινά της και τα πισινά της .
- Ναι τη Ρουφιάνα! Και όταν κάθεται στην καρέκλα τα
πόδια της σχηματίζουν αμβλεία γωνία.
- Αυτό δεν το κατάλαβα, είπε η Ματζιώρω.
- Πήγαινε στους Δασκάλους τον κ. Χρήστο και την κυρία Χάιδω Κόντη να σου το εξηγήσουν είπε η Δέσπω.).
- Μην πας και θα σου πω εγώ που πήγα, για μισό φεγγάρι
στο σχολαρχείο, είπε ο Νίκος. Όταν κάθεται στην καρέκλα, το ένα
ποδάρι κοιτάζει το Πάπιγγο και το άλλο αγναντεύει την Νεμέρτσικα.
- Μπα! και φαίνεται και η Χαράδρα του Βίκου; είπε η
Ματζιώρω απορημένη.
- Φαίνεται φαίνεται, είπε ο Νίκος Λογοθέτης.
- Και πώς είναι: Γκόλια σαν το κεφάλι του Πλάτωνα του
Τσούλου ή έχει περμανάντ;
- Δεν ξέρω αν έχει μπούκλες ή περμανάντ. Πάντως κάτι θάχει,
κάτι σαν τα γένεια του παπά Κασιόλα.
- Μπα τόδες κιόλα; ρώτησε η Δέσπω, τόδες; Αστραπή να σε
βαρέσει. Είδες το καφοκούτι της γκαμπλιαρομούνας μωρ’ Νίκο, είπε η Ματζιώρω.
- Ουι λέλε μου . Σκούψτε κότες! Τούτος τόχασε ντίπι για
ντιπ. Είπε η Δέσπω.
- Μπορείς ακόμα μωρ Νίκο; ρώτησε η Καλλιόπη που τις άρεσαν
τα τσιά- τσιαβα.
- Ε! όλο και κάτι γίνεται! Δεν είναι όπως στα νιάτα μας,
ντουμπίτσι, αλλά ακόμα είναι στεκούμενος.
- Και του γέρου τα παιχνίδια σαν νερόβραστα κρομμύδια, είπε η
Δέσπω.
- Σ' αυτό έχεις δίκιο, αλλά δεν φταίμε εμείς. Εδώ φταίει
ο θεός. Έκανε μεγάλη αδικία, είπε ο Νίκος.
- Τι αδικία; ρώτησε η Δέσπω.
- Να! Μας έδωσε δέκα δάχτυλα και μια τσιούρα. Έπρεπε να
μας δώσει οκτώ δάχτυλα και δυο τσιούρες, μια για τα νιάτα μας και μια για τα
γεράματα μας .
- Πήγαινε να σε δει γιατρός. Χρειάζεσαι επειγόντως
κρανιοεξέταση, είπε η Δέσπω.
- Νίκο σταμάτα, γιατί από τα γέλια με πόνεσαν τα τσιαγούλια μου. Είμαι καί χτυπημένη και πονώ είπε η Καλλιόπη.
- Αλήθεια πώς χτύπησες; ρώτησε ο Νίκος.
- Τι έπαθα η μαύρη, τι έπαθα! Είχα πάει στα πηγάδια για
λίγο ζαερέ. Έκοψα δύο δεμάτια, φόρτωσα τη γομάρα, καβαλίκεψα και γω στα
μεσοσάμαρα και γύριζα στο σπίτι μου. Λίγο πιο κάτω από τον πλάτανο του Νίκου
Ντάμπα μας πετυχαίνει το γομάρι της Κωστούλας του Κόντη ο Λούλης. Είχε
ξεριζώσει το σκραπί πούταν δεμένο και το σβάριζε μαζί με τις τριχιές, Είδε την
γομάρα και αφήνιασε. Του μύρισε. Ήθελε τσιαμπλό. Και ρίχτηκε πάνω της. Η γομάρα
όμως δεν ήθελε και κλώτσα απο δω κοντορίξου από κει με γκρέμισε από το σαμάρι
και έπεσα στο σιάδι. Ακόμα με πονάνε τα λαγγόνια μου.
- Και μετά τι έγινε; ρώτησε ο Νίκος.
- Τι να γίνει! Ο Λούλης δάγκασε την γομάρα στο λαιμό,
τη στρίμωξε στην πόρτα του Σωκράτη Νταβατζή και την τσατσάρωσε.
- Βοήθειά της και όλη δίκιά της, είπε ο Νίκος.
Η Καλλιόπη συνέχισε:
- Ευτυχώς για καλή μου τύχη πέρα σαν δύο φαντάροι, με σήκωσαν,
μούφεραν τη γομάρα και πήγα σπίτι. Την άλλη μέρα πήγα στου Γκάτζη στο διοικητήριο
για να ευχαριστήσω τον Διοικητή του Λόχου.
- Καλώς την κυρά Καλλιόπη, μου λέει ο Κώτσιος ο μάγειρας
ένα κοντοπίθαρο από την Καλαμάτα. Τι θέλεις;
- θέλω τον μεγάλο, τού ’πα.
- Και μεις μεγάλο το έχουμε μού ’πε.
- θέλω εκείνον με τα τρία, τού ’πα.
- Και μεις τρία έχουμε, μού ’πε η πινέζα.
- Εκείνος τα έχει εδώ, του είπα και τού ’δειξα τους
ώμους μου.
- Και μεις τα έχουμε εδώ, μου λέει ο πιθαμιάρης και μού
’δειξε τα σκέλη του.
- Αυτά να τα κόψεις να τα βάλεις στην ψησταριά με
αλατοπίπερο να τα φας εσύ και να ταΐσεις και τους υπόλοιπους. Σκουντζούλι ε
Σκουντζούλι, τού ’πα.
Από τα γέλια η Δέσπω του Μέντζου και ο Νίκος Λογοθέτης
δεν κατάλαβαν πότε ήρθε ο Έπαρχος με το επιτελείο, ούτε και άκουσαν τι είπανε.
- Ούϊ λέλε μου τι
έπαθα, είπε η Δέσπω. Τι θα πω τώρα στις άλλες που περιμένουν τα χαμπέρια;
- Μην στενοχωριέσαι, λέει η Ματζιώρω, εγώ θα το τακτοποιήσω
το ζήτημα. Και μια και δυο πάει σιακάτω και βρίσκει τον Πάνο Γκατζιάστρα και πεντέξι
άλλους.
-
Ω Πάνο, τι σας είπε ο Έπαρχος;
- Μας είπε ότι θα μας κάνει λούτσα στο Ντουμ - Ντουμ, για να ποτίσουμε τα ζώα μας.
-
Αλλο τίποτε;
-
Τίποτε άλλο, της είπανε όλοι τους.
Η Ματζιώρω κούνησε το κεφάλι της και πριν να φύγει γυρίζει
και τους λέει:
- Και πέρυσι σας έταξε πως θα σας κάνει λούτσα και μόλις ξεκουμπίστηκε σας έγραψε στην ...τσα
- Γεια στο στόμα σου Ματζιώρω. Γεια στο στόμα σου, πες τα γιατί τούτοι οι ντιβικελήδες τον πίστεψαν. Είπε ο Πάνο Γκατζιάστρας και όλοι συμφώνησαν μαζί του.
- Η Ματζιώρω ανηφόρησε, αντάμωσε τη Δέσπω και κίνησαν
για το σπίτι να πούνε τα νέα.
Στο δρόμο ρωτά η Δέσπω την Καλλιόπη:
-
Δεν μούπες, τί είπε ο έπαρχος; Τι σου είπανε οι άνθρωποι;
-
Και η Μαντζιώρω απάντησε ατάραχα:
-
Πόρδος και μπουμ και κλιούφ και ρούφ ΜΗΔΕΝ ΕΙΣ ΤΟ
ΠΗΛΙΚΟΝ.
Κείμενο : Λογοθέτης Γεώργιος του Νικολάου και της Ουρανίας
(Πίφας)
Πηγή: Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα "Η ΒΗΣΣΑΝΗ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.