Του Κωνσταντίνου Χρ. Κωστούλα
Το 1925 φτιάχναμε τη στέρνα του σπιτιού για να σταματήσει η τυραγνία να κουβαλάμε νερό από το Λάκκο. Το καλοκαίρι του 1927 την τελείωσε ο μάστορας ο Μαρτσέκης, που ήταν ειδικός στις στέρνες. Τότε παραγγείλαμε τα λούκια σ’ έναν εβραίο* ντενεκτζή*, τον Γιοσέφ, στη Βοστίνα που γύριζε στα χωριά και έκανε και εμπόριο. Θέλαμε νάναι έτοιμα το χινόπωρο που άρχιζαν τα πρωτοβρόχια να μαζέψουμε νερό και να την πλύνουμε. Μια μέρα που είχε έρθει ο Γιοσέφ ο εβραίος στο Δολό και μάζευε τομάρια έρχεται στο σπίτι και λέει της μάνας:
— « Κωστάντω, να μου δώσεις το άλογο να πάω τα τομάρια στη Βοστίνα και να στο γυρίσω να σου φέρω και τα λούκια».
Η μάνα μου συμφώνησε και ο εβραίος πήρε το άλογο και το φόρτωσε με τα τομάρια που είχε μαζέψει από το χωριό. Τα τομάρια που φόρτωσε ήταν άλλα μεγάλα, άλλα μικρά, άλλα με το κεφάλι και τ’ αφτιά μπροστά κι άλλα πίσω. Καθώς δεν ήξερε κι από ζώα το κακοφόρτωσε το άλογο. Ξεκίνησε από το χωριό με το άλογο φορτωμένο και κατέβηκε στο Λάκκο για να περάσει αντίπερα στη Βοστίνα. Το γιοφύρι ήταν τότε καινούργιο. Όταν έφτασε εκεί κάτω στο λάκκο, στο γιοφύρι, φαίνεται πώς το άλογο φοβήθηκε από τη σκιά που έκαναν τα κεφάλια και τ’αφτιά από τα τομάρια, λαχτάρησε κι έπεσε στο λάκκο. Τότε δεν ήταν εύκολο ούτε να κατέβει κανένας ούτε να βγάλει το άλογο. Μια και δυο ο εβραίος τρέχει στο χωριό κι απ’ το φρύδι, το κόνισμα, άρχισε να φωνάζει:
— Δολιώτες χωριανοί μούπεσε το άλογο της Κωστάντως στο ποτάμι. Βοηθείστε με, βοήθεια χωριανοί. Έτρεχε και φώναζε.