Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Πρακτικόν του Κοινοτικού Συμβουλίου Βησσάνης περί μή μετονομασίας της Βήσσανης. [Πραξις 68η]


Έν Βησσάνη 

σήμερον τήν 10ην του μηνός Φεβρουαρίου 1954 έτους, 

το Κοινοτικόν Συμβούλιον Βησσάνης συγκείμενον 

έκ του Προέδρου αυτού Χριστοφόρου Κ. Σακελλαρίου 

καί τών μελών Γρηγορίου Οίκονομίδου, Τηλεμάχου Στούπη καί Γεωργίου Παπαδοπούλου, 

συνεδριάσαν 

έν τώ Κοινοτικώ Γραφείω καί εύρεθέν έν νομίμω άπαρτία, είσηγησαμένου του κ. Προέδρου αύτού τήν ύπ’ άριθ. Πρωτ. 182) 1—2—54 Εγκυκλίου Διαταγήν του κ. Έπάρχου Πωγωνίου, «Περί μετονομασίας τής Κοινότητος ήμών, καθότι τό όνομα «Βήσσανη» του παρά τω Ύπουργείω Εσωτερικών Συμβουλίου Τοπωνυμιών έχαρακτηρίσθη ξενόφωνον καί άκατάλληλον » καί έπί του θέματος τούτου ό κ. Πρόεδρος τής Κοινότητος θέτων ύπ’ όψιν του Κοινοτικού Συμβουλίου τάς άντιρρήσεις όλοκλήρου τής Κοινότητος άναπτύσει έν έκτάσει καί έν πλάτει τούς ισχυρισμούς του διά τήν μή μετονομασίαν τής Κοινότητος ήμών, στηριζόμενος εις τούς ώς έπεται βάσιμους Εθνικούς, Ιστορικούς καί Γεωγραφικούς λόγους: 

►Η Βήσσανη, κείται έκτισμένη έπί πέντε λόφων καί περιβάλλεται από πολλάς συνδένδρους έκτάσεις καί δάση ούχί μακράν τής Κοινότητος, δικαιολογούσα πλήρως τήν τοπονυμίαν αύτής. Ή Βήσανη έδημιουργήθη άπό τού 1600 έτους. Εις τήν Κεντρικήν Έκλησίαν «'Αγιος Νικόλαος» καί έν τή μονή «Αβελ» εις τέσσαρας εικόνας ύπάρχει άναγεγραμμένον τό έτος 1669

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

Γύρω άπό το κληροδότημα του Ν. Βράγκαλη-Ο ρόλος του αφορεσμού...

Όπως είναι γνωστό, πολλά Ηπειρωτικά κληροδοτήματα δέν έξεπλήρωσαν τόν προορισμό τους σύμφωνα μέ τή θέλησι εκείνων πού τά έδώρησαν καί άλλα δέν έλειτούργησαν καθόλου. Αφορμή δέ πρός τούτο στάθηκαν πολλές φορές, έκτός τής κακής διαχειρίσεως, καί στενοί συγγενείς τών φιλοπάτριδων δωρητών οί όποιοι μέ διάφορες νομιμοφανείς προφάσεις έπενέβαινον άκόμα καί δικαστικώς, προκειμένου νά ώφεληθούν.

Έναν τέτοιο κίνδυνο διέτρεξε καί τό Βησσανιώτικο κληροδότημα του Νικ. Βράγκαλη πού προωρίζετο γιά τήν έξαγορά τής Βησσάνης άπό τούς Τούρκους [βλέπε και ΕΔΩ] δηλ. τήν άποτσιφλικοποίησί της, όπως άφηγείται κατωτέρω ό Κων. Άναστασιάδης. Καί το όποίο έσώθη χάρις στήν έντονη άντίδρασι τών ένδιαφερομένων Βησσανιωτών καί μάλιστα με την άπειλή του άφορισμού έναντίον έκείνων πού ήθελαν νά ώφεληθούν άτομικώς άπ’ αύτό...
Ήταν δέ ό άφορισμός ή άφορεσμός, λησμονημένος σήμερα, έξ ού καί τό «άφορεσμένος» έκκλησιαστική ποινή, πού γιά τά παληά κυρίως χρόνια, έξυπηρετούσε ώς έπί τό πλείστον τήν έννοια του δικαίου, μιά καί δέν ύπήρχε καμιά άλλη άρχή νά ένδιαφερθεί άποτελεσματικά γιά τήν απόδοσί του. Καί άναφέρονται πολυάριθμες περιπτώσεις μυστηριωδών έγκλημάτων, κλοπών κ.ά. πού άπεκαλύφθησαν οί δράσται τους διά του άφορεσμού ή τής απειλής τούτου. Καθώς έπίσης, άλλα περιστατικά ξεκληρίσματος ολοκλήρων οικογενειών ή κακοδαιμονίας αυτών. 
Φόβο καί τρόμο ενέπνεε στούς παληούς χριστιανούς ή άπειλή του άφορισμού, χωρίς μέ τούτο νά έννοούμε οτι δέν ύπήρχαν καί οί έξαιρέσεις. Είδικώτερα, ό άφορεσμένος, άπεκλείετο άπό τήν χριστιανική κοινωνία, δέν ήμπορούσε νά μπαίνει στήν έκκλησία, ούτε νά παρευρίσκεται στις ιεροτελεστίες πού έγίνοντο έξω άπ’ αύτή όπως βαφτίσια, γόμους κ.λ.π.

Η Ομοσπονδία και ο Δήμος μας κόβουν την πίτα τους



Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Οι ατσαλιές της Λιούντως...


Κάθε παληός Βησσανιώτης θυμάται τή μάλε Λιούντω. 'Η φήμη της άλλως τε έχει ξεπεράσει τά σύνορα του χωριού καί τ’ όνομά της ίσως έχει γίνει γνωστό κι έξω άπό τήν Ελλάδα.
Γιατί λίγα χρόνια πριν άπό τόν τελευταίο μεγάλο πόλεμο, ένας Δανός συγγραφεύς, έπεσκέφθηκε τή Βήσσανη καί συγκέντρωσε άπό τό στόμα της, όπως άκριβώς αύτή ήξερε καί τά έλεγε, ένα σωρό άνέκδοτά της. Δέν ξέρομε όμως τό όνομα του ξένου αύτού συγγραφέα ή άν έξεδόθησαν όσα συνεκέντρωσε γιά νά τά βρούμε. Καί είναι κρίμα, ότι δέν βρέθηκε κανένας έντόπιος νά συγκεντρώσει, όσα μ’ έξαιρετική έξυπνάδα καί ώμή άλλά όχι χυδαία σάτυρα, έλεγε ή τετραπέρατη μά καί έξαιρετικά πικραμένη κατά τά άλλα άπό τή ζωή, ή άξέχαστη έκείνη καλή βησσανιώτισα.
Τά ίδια θά είχαμε νά πούμε καί γιά τόν καλόκαρδο Μήτρο Καρύτση όσο καί τόν Γ. Φίλη. Γιατί άν έγίνετο αύτό, πλούσια θά ήταν ή συμβολή στήν τοπική μας ήθογραφία, λαογραφία, ιστορία κ.λ.π.
Τόσο ό Καρύτσης όσο καί ή Λιούντω μέ τήν άφέλεια καί άπλότητα τών σκηνών πού συνθέτουν παρουσιάζουν φαινόμενο, μεγάλης συγγενείας μέ τήν άρχαία σάτυρα του Άριστοφάνους καί στέκουν σάν σύμβολα μιάς έποχής, πού ή Βήσσανη ήταν σ’ όλη τήν περιοχή «πρώτη στά γρόσια καί στά γράμματα»...


Τό φόκι* γιά παρηγοριά...

(Κατ’ άφήγησι τής γραίας Άγαθής Άναστ. Παπαγεωργίου)

Γύρ’σαν ’πό τό λείψανο, μακρ’γιά ’π έδω, κι ή Σάνα, γεννηά μέ τ΄ Λιούντω, κάθονταν στ’ν κορ’φή στ’ γωνιά βαρυληπημέν’ γιά τό χαμό του γέροντά της, σκεπασμένα τά μάτια της μ’ ένα μαύρο μαντήλι καί γυρ’σμένη κατά τή στιά, νά μή γλέπ’ καέναν... Τ’ν ίδια ώρα, τρωΐρω της, ένα σωρό γυναίκες κάθονταν καί κουβέντιαζαν άπό γάλια, καί.,.νάσου μπαίν’ ή Λιούντω, θεός σχωρέστη καί φωνάζ’ τ’ χήρα σοβαρά, σοβαρά...

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

Τό Πωγώνι


Tου Χριστόφορου Μηλιώνη*

Λένε πώς όλα τά χέλια του κόσμου ξεκινούν άπό λίμνες καί ποταμούς, διασχίζουν ώκεανούς διαβαίνουν στεριές καί έπιστρέφουν στή θάλασσα τών Σαργασσών γιά νά γεννήσουν καί νά πεθάνουν. Ή κανούρια γεννιά θά κάνη άντίστροφα τό δρόμο τής προηγούμενης ύπακούοντας σ’ ένα άνεξήγητον άταβιστικό νόμο...

"Εναν τέτοιο νόμο άκολουθούν κι’ οί Πωγωνήσιοι (κοινόν άλλωστε στούς πιό πολλούς Ήπειρώτες) χρόνια καί χρόνια τώρα πού άλλοτε έσερνε τό ρεύμα γιά τήν Πόλη καί τή Βλαχιά, καί τώρα πρός τά μεγάλα άστικά κέντρα τής Ελλάδος κι έξω άπ’ αύτήν Αύστραλία Αμερική.
Δέν είναι λοιπόν καθόλου παράξενο νά μιλώ γιά τό Πωγώνι μακρυά άπ’ αύτό. Τό Πωγώνι είναι πάντα καί μονάχα άνάμνησι καί νοσταλγία.
Τά παιδικά μας χρόνια χαμένα μέσ’ τούς μεγάλους ίσκιους τών βουνών μέ τά σκληρά όνόματα, άνάμεσα Μουργκάνα, Νεμέρτσικα, Κασιδιάρη κι Άκροκεραύνεια. Βουνά, πού οί άνθρωποι μιά καί δέν είναι άναγκασμένοι νά φιλιωθούν μαζί τους, τά παρακάμπτουν καί προτιμούν τις μικρές κοιλάδες καί τις ύπώρειες. Οταν όμως γέρνη νά βασιλέψη ό ήλιος μακρυά πρός τό Αργυρόκαστρο, πίσω άπό τ’ ’Ακροκεραύνεια, άπλώνουν οί ίσκιοι τών βουνών καί κάθονται πλάκωμα πάνω στό στήθος, Κι άντίκρυ, στόν κάμπο τής Δερόπολης τά νερά του Δρίνου στέλνουν άνταύγειες άπό τό ήλιοβασίλεμα, πρώτο έρέθισμα στήν παιδική φαντασία πού τ’ άπλώνει τά κάνει θάλασσα κι άπάνω ρίχνει τά καράβια τής φυγής.