Όταν καμιά φορά φέρνω στο νου μου τον παλιό κλαρινίστα Γιώτη Ντάλλο, δεν ξέρω τι’ναι κείνο που μου δίνει δύναμη, να φωτίσω τη ζωή και το δράμα του άτυχου καλλιτέχνη. Στ’ αυτιά μου έρχεται ο απόηχος απ’ τις μουσικές του νότες, αλλά κι απ’ τις λαχτάρες απ’ το πονεμένο χοχλαστήρι της ψυχής του...
Πέρασαν τέσσερες δεκαετίες απ’ τη γνωριμία μας και πολλές φορές λέω πως μου ξεθώριασαν οι μνήμες. Το χωνευτήρι της απώλειας απ’ το καταστροφικό έργο του μεγάλου χρόνου που διάβηκε, μπορεί να μου δυσκολέψει την προσπάθεια. Δυνατά όμως νιώθω πως δεν τα κατάφερε να μου στροβιλίσει τις θύμησες, σαν ο αγέρας τα κίτρινα φύλλα του φθινοπώρου.
Δεν άντεξα. Έβαλα σε τάξη ό,τι άκουσα, ό,τι είδα, ό,τι μολογούσαν και μολογιέται και θιασώτης εγώ του γραφτού λόγου, όταν μάλιστα οι ήρωές του είναι υπαρκατά πρόσωπα, το αποτόλμησα και παρουσιάζω τη ζωή, τη δράση, αλλά και το δράμα του παλιού κλαριτζή.
Στο ημιόμορφο κεφαλοχώρι Τσαραπλανά του Πωγωνιού γεννήθηκε ο Γιώτη Ντάλλος. Οι γονέοι του τον κουνάρησαν μέσα στη στερημένη τους ζωή. Άσημοι άνθρωποι, δεν είχαν ούτε τα πιο απαραίτητα. Σε ξεθωριασμένα κουρέλια, φασκιωμένος σε μια μισοσπασμένη σαρμανίτσα, έκλαιγε με τις ώρες όσο να τελειώσει η μάνα του τα «χουσμέτια» και να τον νταντέψει, να τον μπουκώσει με κουρκούτι μπομποτίσιο. Μεγάλωσε στα λίγα, στα φτωχά, στα μικρά, στα ελάχιστα της φαμίλιας του...