Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Αναμνήσεις απο τα χωριά της Βορείου Ηπείρου

Τά χωριά της Βορείου Ηπείρου πριν καταδικαστούν να γίνουν Αλβανικά βρίσκονταν σέ πολλή ανθηρή κατάστασι. Έδώ θά περιγράψω όσα χωριά είχα έπισκεφθή τά χρόνια εκείνα, δηλαδή πριν από τό 1910, πού όλη ή "Ηπειρος, (ή Βόρειος καί ή Νότιος) ήταν κάτω από τόν Τουρκικό ζυγό. 
Καί αρχίζω άπό τό Παληό Πωγώνι, όπως άποκαλούσαν τότες πολλά άπό τά χωριά τής περιοχής.

Στην περιοχή αυτή ελάχιστες οικογένειες έκαναν τό ψωμί όλης τής χρονιάς τους, γιατί δεν είχαν κάμπο καί τά λίγα χωράφια είναι όλα πετρώδη με ελάχιστη άπόδοσι. Οί περισσότερες οικογένειες είχαν ξενητεμένους, πού πήγαιναν ώς έπί τό πλείστον στήν Κωνσταντινούπολι καί απ’ εκεί εστελναν τό αλεύρι με τά φορτώματα μέσω των 'Αγίων Σαράντα καί ετσι οί δικοί τους δεν είχαν ανάγκη γιά αγορά ψωμιού. 

Κάποτε όμως τό άλεύρι δεν έπαρκουσε καί τότες έπαιρναν οί άνθρωποι τούς δρόμους γιά νά αγοράσουν τί άλλο άπό καλαμπόκι. Καί τότες όσες γυναίκες κρατούσαν τά πόδια τους καί είχαν γερό ζωντανό έπαιρναν τούς δρόμους γιά τό Σκάλωμα, όπως λέγανε τούς 'Αγίους Σαράντα, όπου οπωσδήποτε θά άγόραζαν τό καλαμπόκι κανέναν παρά φτηνότερο, τό αλάτι, τό ρύζι καί άλλα χρειαζούμενα τής φαμίλιας τους, πράγμα πού ήταν οπωσδήποτε μιά οικονομία γιά πολλούς μήνες.

"Ενα βράδυ πού μαζευτήκαμε στο τραπέζι μέ τήν πεθερά μου, μου λέει:

—Λάμπραινα, τό άλεύρι πού μάς στέλουν δεν φτουράει μοναχό του. Αύριο θά παν κι άλλες γυναίκες άπό τό χωριό στην ’Πισκοπή. Νά πας καί σύ νά φορτώσης τό γομάρι καλαμπόκι γιά νά το άνακατώσωμε μέ τό άσπρο άλεύρι και νά φτουράη κάπως…

Την άλλη μέρα, πού ήταν Κυριακή, ξεκινήσαμε πέντ’ εξη γυναίκες άπό τις Ποντικάτες γιά τήν Επισκοπή, γιατί είχαμε μάθει οτι έκεί πωλουσαν καλαμπόκι.

Επάνω Έπισκοπή: "Οταν φτάσαμε έκεί εγώ έμεινα έκπληκτη γιατί φανταζόμουν πώς, έκεί θά εβλεπα ενα φτωχοχώρι μέ καλύβες... καί είδα τό άντίθετο: Σπίτια δίπατα μέ αύλές καί κήπους. Τά περισσότερα σπίτια ήταν μέ γνωστά, πολύ γνωστά όνόματα όπως Βαλεραίοι, οί Μαντικαίοι καί άλλοι πού τά όνόματά τους τώρα δεν  θυμούμαι. Άπό τήν επάνω Επισκοπή ήταν καί ό γνωστός Σούλας, πού είχε πανδοχείο στή Νταμπακαριά, πολύ εύκατάστατος εκείνα τά χρόνια.

Κάτω Επισκοπή ή Τσιφλίκι: Ή  Κάτω Επισκοπή ήταν τό πιο φτωχό χωριό τής γύρω περιφερείας. Ελάχιστοι ήταν οί ταξιδιάρηδες στο χωριό αύτό, ενώ οί πολλοί ψωμοζούσαν άπό τά περισσεύματα των άγάδων τουρκαλβανών πού τούς άπομυζούσαν εντελώς. Ή πιο άποδοτική τους παραγωγή ήταν τά κρεμύδια, γι’ αύτό καί τούς κατοίκους του τούς άποκαλούσαν «κρομυδάδες». Καί άντιστρόφως τά κρεμύδια τά λέγαν καί «Πισκοπιανούς».

Άπό τήν κάτω Επισκοπή ή Τσιφλίκι είχα καί εγώ τον πρώτο μου δάσκαλο στο Τεριάχι, τον Χρήστο, Θεός συγχωρέση τον. Δίδασκε καλά. Ηταν δε καί πολύ εύλαβής, σε κάθε κουβέντα πού τελείωνε εκανε τό σταυρό του καί ψιθύριζε κάποια προσευχή. "Ηταν πάντοτε πεντακάθαρος άλλά καί πολύ φιλάργυρος συνάμα καί φτωχός. Οί δάσκαλοι εκείνη την εποχή ήταν οί πιό φτωχοί.

Κάποια φορά βρέθηκα σ’ ενα γάμο πού γινόταν στήν Κάτω Επισκοπή σε συγγενείς άπό σόϊ τού άντρός μου, Νοταΐοι κι αύτοί. Ό άντρας μου μόλις είχε ερθει τότε άπό τήν Πόλη καί ή πεθερά μου μάς ετοίμασε τά κανίσκια νά πάμε στο γάμο. Μάς ζύμωσε ενα μεγάλο ψωμί άσπρο καί μισό άρνί κρέας. Αύτά ήταν τά δώρα του γάμου. “Οταν κάθησαν δέ οί άντρες στο τραπέζι —χωριστά έτρωγαν οί άντρες καί χωριστά οί γυναίκες— πρώτον καί καλύτερον είδα στο τραπέζι νά κάθεται τον άγά. "Αγριος καί βλοσυρός πού ετρωγε καί επινε άκατάπαυστα καί όλο λοξοκοίταζε πρός τό χορό τις όμορφες γυναίκες πού προσπαθούσαν όσο τό δυνατόν νά άποφεύγουν τά βλέμματά του.

Γλήνα:Ή Γλήνα ήταν κι αύτή σε κάπως καλή κατάστασι. Είχε κάμπο πού έδινε τό ψωμί της χρονιάς σέ οποίον ήθελε νά δουλέψη, είχε δέ καί πολλούς καλούς νοικοκυραίους στήν ξενητειά. "Εχω άκούσει πώς ή Γλήνα εχει βγάλει καί ήρωϊκό άντάρτικο, όμως πού καί πότε δέν ξέρω. Είχε καί γιατρό δικό της πού πρόσφερε πολλές υπηρεσίες τόσο στά γύρω χωριά όσο καί στό δικό του.

Γοραντζή: Καί στή Γοραντζή υπήρχαν πολλοί καλοί καί φιλόξενοι καί άρκετά καλοστεκούμενοι νοικοκυραΐοι. ’Από τή Γοραντζή κατάγεται καί ό εξαίρετος δικηγόρος τής Θεσαλονίκης Ηρακλής Μπάτζος, πού χρημάτισε έπανειλλημμνως και βουλευτής.

Στά χωριά τής Δερόπολης πού είναι πέρα άπό τό Δρίνο έχω πάει μόνο στούς Γεωργουτσάτες και στούς Μιχουλιαράτες. Και έκεί βασίλευε ή αρχοντιά. Άπό τό μόνο πού ύπέφεραν αυτά τά χωριά όλα ήταν ή ελλειψι καυσίμου ύλης. Δέν είχαν δάση κοντά και τό πετρέλαιο και οί άλλες σημερινές εφευρέσεις άκόμη δέν υπήρχαν. Πολλές φορές γιά νά κάψουν τόν φούρνο όπου έψηναν τό ψωμί καί τις πίττες, ή άκόμη καί γιά νά μαγειρέψουν τό φαγητό τους έκαιγαν τις κοπριές των βωδιών τους άφού προηγουμένως τις είχαν ξεράνει στον ήλιο.

"Ολος ό κάμπος τής Δρόπολης ποτίζεται άπό τόν ποταμό Δρίνο, πού τό μέν καλοκαίρι είναι ξηρός τό δέ χειμώνα γίνεται άδιάβατος.

"Εχω νά προσθέσω άκόμη πώς όλα αύτά τά χωριά, δώθε καί πέρα άπό τόν ποταμό Δρίνο, ήταν Ελληνικά καί όλοι οί κάτοικοί τους ήταν μόνον "Ελληνες καί στή γλώσσα καί στήν ψυχή καί στά ήθη καί στά έθιμα.


ΑΓΑΘΗ ΝΟΤΙΔΟΥ-ΔΡΙΤΣΟΥ (1977)

Πηγή:Το βιβλίο της Αγάθης Νοτίδου -Δρίτσου:
"Στο περιθώριο της Ιστορίας"-1977




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.