Για το γραφτό κείμενο στην εφημερίδα της Αδελφότητος «Η ΒΗΣΣΑΝΗ» του φίλου συγχωριανού Κώστα Νόββλη που τόσο απλά και συγκινητικά το εκθέτει, έχω χρέος αγάπης να τον συγχαρώ και ν’ απoκριθώ με μια άλλη συνέχεια….
Μικρό παιδί της Βήσσανης ήταν σαν χελιδόνι πoυ χάιδευε χωράφια, πoτάμια και βoυνoπλαγιές,
μπαλκόνια και σoκάκια.
Κι έγινε νιος μεγάλωσε, ξεφτέρι δυνατό. Μα η φτώχεια, τ’ αστροπέλεκα κι ο βροντοχαλιασμός,
το έδιωξαν στην ξενητιά, εκεί που βρήκε δούλεψε και το ψωμί χορτάτο. Εκεί να
κάνει σπιτικό καλύτερο από πρώτα. Δεν σκέφτονταν το γυρισμό στον έρημο τον
τόπο, μα η ψυχή του δέθηκε ψηλά, σ’
αετοράχες, εκεί που πόλης ταραχή καμμιά φορά δεν φτάνει. Εκεί ξενητεμένε μου ο
νους μου πήγε τώρα κ’ εκεί σε καρτερώ.
Στο καμπανάκι του σχολειού που μαθητής - μαθήτρια με χέρια
σταυρωτά χτύπαγαν για διάλειμμα και για να κάνουν τάξη. Εκεί που βίτσα από κρανιά
τους μαύριζε τα χέρια, εκεί που αγάπες διαλεχτές έπαιζαν το κρυφτούλι και χτυποκάρδι
για φιλί ήταν καϋμός μεγάλος, εκεί σε καρτερώ. Χριστούγεννα στον Άη Νικόλα, το
γένε πάσε για να πουν η νειότη και τα γηρατειά και μέγα Πάσχα να χαρούν σ' ένα
χορό μεγάλο γύρα στο γεροπλάτανο, εκεί σε καρτερώ.
Σβούρα σε κούτσουρο παληό τσολέγκα στο τσαΐρι και μπάλα
στον Αηπόσταλο, τραμπάλα πρωτελιά, πούκαναν τρέλλες τα παιδιά σ’ αυλές και μεσοχώρι,
εκεί που πήδαγαν φωτιές με γέλοια και τραγούδια, εκεί σε καρτερώ. Στα πέτρινα
πεζούλια, τσ' εκκλησιάς για πονηριές κι’ ευτράπελα για μασκαράδες στις γιορτές,
εκεί που βόσκαγαν μαζί αρνιά, κατσίκια στις πλαγιές και τραγουδούσαν κοπελλιές
το: Μη με στέλνεις Μάνα...
Εκεί που ήλιος έκαιγε κι άκουγαν βίρα - βίρα, εκεί
στο στάλο τον παχύ στα πρόβατα στη στρούγκα να τρώνε γάλα και τυρί, το
γιαούρτι, εκεί σε καρτερώ. Πέρα εκεί στο κόνισμα πού 'κάναν βόλτα τρεις γενιές,
έλεγαν παραμύθια και ειδών - ειδών καντάδες. Εκεί που της αρχόντισσας η μαγική
κιθάρα έστελνε νότες τρυφερές μεσ' της καρδιάς τα βάθη. Στ' αμπέλια και στις
καστανιές στις κερασιές στο βαρυκό, στα δέντρα του Μαναστηριού πο κάθονταν
στον ίσκιο και νύχτες φεγγαρόλουστες άκουγαν γκιωνη κλάματα και τη φωνή του
γρύλου.
Μέσα στα δάση στις λακιές που πήγαιναν παγάνα γι’ αγριογούρουνο χοντρό
και για λαγό στη φτέρη. Για πετροπέρδικα παχειά και τρυφερό τριγόνι, εκεί σε
καρτερώ. Εκεί που τρέχαν στο γορμό στον Κέσαρα στο μύλο πούριχναν δίχτυ πέστροφας
κι’ αγ- γίστρι πεταχτό. Που βούταγαν σ’ οβύρες κι’ άκουγαν κότσυφα λαλιά και
αηδονιού τραγούδι.
Μα πιο πολύ σε καρτερώ στην Κούλα στα πηγάδια πωτρωγαν τα
μελίκοκα και τράβαγαν με σιούκλο, κρύο του Νόβολη νερό. Στο χοροστάσι του χωριού
πούπιναν πρωτοράκι, κάνα λουκούμι με νερό κι έλεγαν λόγια λησμονιάς κι όλα τα
περασμένα, και χαίρονταν τις λεβεντιές, τις όμορφες κοπέλλες σε πανηγύρια και
χαρές, με του Κερίμη το βιολί τ’ αθάνατο κλαρίνο.
Ω Θέ του κόσμου άρχοντα δώσε στη νειότη την υγειά, στα
γηρατειά κουράγιο για ν’ αποχτάν να γεύωνται με αγάπη και ομόνοια όλα του
κόσμου τα καλά, την έχτρα να μη δουν ποτέ, όσα περάσουν χρόνια.
ΚΟΛΙΤΣΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
***
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ:
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΒΗΣΣΑΝΗ"
Αρ. φύλ. 33-5_6_1993 [διατηρήσαμε φυσικά την ορθογραφία του συντάκτη]
Αρ. φύλ. 33-5_6_1993 [διατηρήσαμε φυσικά την ορθογραφία του συντάκτη]
ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ:
Ξενιτεμένο μου πουλί (Πωγώνι) - Ηπειρώτικα τραγούδια
Δημοσιεύτηκε στις 29 Νοε 2012
Παραδοσιακό τραγούδι της ξενιτιάς από το Πωγώνι Ηπείρου, που χορεύεται στα βήματα του "Πωγωνίσιου χορού". Ονομάζεται αλλιώς και "συρτό στα δύο", "στα δύο", ή "στρωτό". Αποτελεί αδιαμφισβήτητη απόδειξη της τραγικότητας, με την οποία οι Ηπειρώτες βίωσαν την ξενιτιά, η οποία μπορούσε να συγκριθεί, μονάχα με τον ίδιο το θάνατο. Το βίντεο περιλαμβάνει φωτογραφίες του Πωγωνίου και αποσπάσματα από την εκπομπή της ΕΤ3 "Ελλήνων Δρώμενα", αφιερωμένη στον Πωγωνίσιο χορό.
Τραγούδι: Σάββας Σιάτρας
Κλαρίνο: Σταύρος Καψάλης
Βιολί: Αχιλλές Χαλκιάς
Λαούτο: Χριστόδουλος Ζούμπας
Νίκος Κοντός: Ντέφι
Οι στίχοι:
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο - μωρέ ξένε μου -
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγω 'χω τον καημό σου.
Tι να σου στείλω ξένε μου ν'αυτού στα ξένα πού 'σαι
μωρέ ξένε μου, ν' αυτού στα ξένα πού 'σαι;
Σου στέλνω μήλο, σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
σου στέλνω μοσχοστάφυλο, στο δρόμο σταφιδιάζει.
Σου στέλνω και το δάκρυ μου σ' ένα φτενό μαντήλι,
το δάκρυ μου 'ναι καφτερό και καίει το μαντήλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.