Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

Κονιτσιώτικα πεπόνια...


Του Π. Σκεμποκέφαλου

Παρακολουθώντας στα ΜΜΕ την πορεία των αλλεπάλληλων και μακρόσυρτων διαπραγματεύσεων των εκπροσώπων της χώρας μας στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, αναρωτιέμαι, μήνες τώρα, γιατί άραγε επανέρχεται ξανά και ξανά στη μνήμη μου η αφήγηση μιας γερόντισσας απ’ το Βασιλικό, που είχα την τύχη να πρωτακούσω όταν βρισκόμουν ακόμη στην εφηβική ηλικία.

Ο συγχωρεμένος σύζυγός της -έλεγε η γερόντισσα- ανήκε στη δημογεροντία του χωριού. Και συχνά-πυκνά, όπως γινόταν εκείνα τα χρόνια (τέλη δεκ. του ’40-αρχές δεκ. του ’50), φιλοξενούσε και αυτός στο σπίτι του, όπως όλοι οι δημογέροντες, διάφορους επισκέπτες του χωριού, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Ήταν συνήθως στελέχη των υπουργείων, των δημοσίων υπηρεσιών και του κρατικού μηχανισμού γενικότερα, τα οποία έρχονταν στο χωριό στα πλαίσια των καθηκόντων τους. Οι δημογέροντες είχαν την άγραφη υποχρέωση να τους εξασφαλίζουν καταλύματα για την ολιγοήμερη διαμονή τους, μια και δεν υπήρχαν ξενώνες. Έτσι, τους έπαιρναν στα σπίτια τους.

Αναπτυσσόταν τότε, στο περιθώριο της δουλειάς τους, σ’ εκείνα τα σύντομα διαστήματα της φιλοξενίας, ένα καλώς νοούμενο «αλισβερίσι» ανάμεσα στον οικοδεσπότη και τους φιλοξενούμενους, κατά το οποίο ο δικός της γέροντας, πάντα διακριτικά και με αξιοπρέπεια, προσπαθούσε να προωθήσει την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση ζητημάτων του Βασιλικού και των κατοίκων του, διατύπωνε αιτήματα ζητώντας τη μεσολάβηση των φιλοξενουμένων στις άνωθεν αρχές και Υπηρεσίες, κατά το μέτρο των δυνατοτήτων τους, επεδίωκε την ευνοϊκότερη στάση τους απέναντι στο χωριό, κατά τη διανομή κάθε μορφής κρατικών χορηγιών και ενισχύσεων κ.λ.π.
Κανείς όμως δεν θα διανοείτο να χαρακτηρίσει τη στάση του αυτή ως «επαιτεία»! Γιατί πριν ζητήσει, φρόντιζε να κάνει γνωστό στους συνομιλητές του ότι και το χωριό είχε πολλά να αντιπροσφέρει. Και, βεβαίως επιστράτευε όλη του την επινοητικότητα για να «αυγατίσει» τα λιγοστά που, στην πραγματικότητα, είχε να αντιπροσφέρει το Βασιλικό εκείνα τα δύσκολα χρόνια.

Μία, λοιπόν, απ’ αυτές τις «επινοήσεις» του αφορούσε και τα γνωστά μας... κονιτσιώτικα πεπόνια.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της ράτσας, αυτό που τα κάνει μοναδικά, είναι βεβαίως η σκληρή τους σάρκα, που συντελεί στο να διατηρούνται και μήνες ακόμη αφού κοπούν απ’ το μποστάνι. Μάλιστα, κατάλληλα φυλαγμένα στο κατώι (μέσα σε άχυρο), βαστούσαν μέχρι και τον Δεκέμβριο! Θεωρούνταν δε, στις τότε συνθήκες, μια «πολυτέλεια», από τις ελάχιστες που αρκετοί χωριανοί φρόντιζαν να εξασφαλίζουν στο σπιτικό τους.

Δεκέμβριο μήνα λοιπόν, αν τύχαινε κι είχε φιλοξενούμενους ο γέροντας (2-3 «παλιοελλαδίτες» συνήθως) μόλις απόσωναν το δείπνο, έδινε παραγγελία με δυνατή φωνή στη σύζυγό του, που συγύραγε τα πιάτα έξω στο μαγερειό, για το... επιδόρπιο:
«Ω! Λένη!... Δε μας φέρεις τώρα και... πεπόνι;».
Και λοξοκοιτώντας τους συνδαιτυμόνες του, απολάμβανε γελώντας μέσα του τη σιωπηλή, πλην εύγλωττη, έκπληξή τους. «Μωρ’μπράβο!  Έχουνε και πεπόνι εδώ;... Μέσ’ στο καταχείμωνο;... Μωρ’ τι τόπος είν’ τούτος!» αναρωτιούνταν με το βλέμμα.

Η Λένη -η γερόντισσα που λέγαμε- δασκαλεμένη βεβαίως από τα πριν, ζητούσε διευκρινήσεις με φωνή αντίστοιχης έντασης από το μαγερειό που βρισκόταν:
«Μικρό να φέρω... για μεγάλο;».
Τα δυο-τρία πεπόνια βεβαίως που υπήρχαν στο κατώι ήταν όλα ίδια. Μέτριου μεγέθους. Ωστόσο ο γέροντας, ρίχνοντας πρώτα μια ματιά στους ομοτράπεζους, σαν να λογάριαζε, απαντούσε:
«Ε, τόσοι που ’μαστε... μικρό φέρε!».
Και η προσωπική του, κρυφή διασκέδαση κορυφωνόταν μόλις έβλεπε πάλι τα μάτια των συνδαιτυμόνων να διαστέλλονται από την έκπληξη, καθώς αντίκρυζαν ένα ευμεγέθες πεπόνι στο τραπέζι και «διάβαζε» σ’ αυτά τις κρυφές σκέψεις τους:
«Για δε ωρέ! Για να’ναι τούτο 'μικρό’... φαντάσου πόσο θα ’ναι τα μεγάλα’! Τέτοιο πεπόνι... Δεκέμβριο μήνα!... Τι χωριό είν’ τούτο! Φαντάσου πλούτη που θα ’χει!...».

Χαμογελούσε ο γέροντας κάτω απ’ τις μουστάκες κι έπαιρνε θάρρος να ζητήσει πότε το ένα πότε το άλλο, για το Βασιλικό πάντα, αλλά χωρίς τον παραμικρό κίνδυνο να βγει το όνομα στους Βασιλικιώτες. Ότι είναι ακαμάτηδες και ζήτουλες. Και δεν είχε βγάλει εκείνος ο γέροντας απ’ όσο ξέρω, ούτε “Marketing Business Administration” ούτε “London School of Economics” ούτε καν κάποιο ελληνικό ΑΕΙ...

Τέλος πάντων, ακόμα δεν έχω βρει τι σχέση έχει ακριβώς αυτή η αφήγηση με τους εκπροσώπους μας στις ευρωπαϊκές επιτροπές και γιατί στριφογυρίζει τόσο συχνά στη μνήμη -όμως είμαι σίγουρος ότι έχει. Και θα τη βρω. Προς το παρόν, κάθε φορά που βλέπω στην τηλεόραση τους συμπαθέστατους Έλληνες διαπραγματευτές να εξέρχονται από κάποια συνεδρίαση, κάπως τους λυπάμαι τους φουκαράδες. Όχι για τα τσαλακωμένα κουστούμια, ούτε για τα μαυρισμένα μάτια απ’ την αϋπνία, ούτε καν για τον «έρπη» σε κάποιες περιπτώσεις. Το πιο πολύ, τους λυπάμαι που δεν αξιώθηκαν ποτέ να συναπαντήσουν τη γερόντισσα απ’ το Βασιλικό, να τους πει την ιστορία με τα κονιτσιώτικα πεπόνια…

Το διαβάσαμε στην εφημερίδα "τα νέα μας" που εκδίδει η Ενωση Βασιλικιωτών Πωγωνίου "Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ" (Φυλλο 34-Απρ.-Μάϊος-Ιούνιος 20216)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.