Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Xριστουγεννιάτικα...


Της Βαγγελιώς Παΐσιου

Έρχονται σε λίγες μέρες Χριστούγεννα. Αυτές οι άγιες μέρες μας θυμίζουν πολλά από τα παιδικά μας χρόνια...

Πρώτα απ’ όλα, οι γλυκόλαλες καμπάνες του Άη Νικόλα μας που μας ξυπνούσαν να πάμε στην εκκλησία. Έπειτα ακούγαμε τον Πατέρα να ψέλνει “...η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός ημών...” ολόκληρο και συνέχιζε “...η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει...” και εμείς προσπαθούσαμε να το μάθουμε.

Επηγαίναμε βέβαια, όλα τα παιδιά στην εκκλησία που ήταν πάρα πολύ ωραία, αλλά εμάς των παιδιών το μυαλό ήταν στις λαλαγγίτες, που από βραδύς τις είχαμε ζεματίσει με πετιμέζι και είχαμε ρίξει μπόλικα καρύδια. Φτιάχναμε άλλοτε δύο και άλλοτε τρία τεψιά. Τώρα όμως, αυτό το πατροπαράδοτο γλυκό που συμβολίζει τα σπάργανα του Χριστού, έσβησε για τους περισσότερους Βησσανιώτες. Έχω όμως την εντύπωση ότι πολλοί θα τις νοσταλγούνε τις τόσο ωραίες και τις τόσο εύγεστες λαλαγγίτες. 
Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν ήταν: αλεύρι, καρύδια και πετιμέζι ή ζάχαρη αν δεν υπήρχε πετιμέζι. Είχανε όμως κόπο να γίνουνε. Καίγαμε μια μαύρη πλάκα από την προηγούμενη μέρα στην φωτιά και αφού έκαιγε καλά, αρχίζαμε να ρίχνουμε τον χυλό. Αυτός γινότανε φύλλο πολύ νόστιμο. Για να φτιάξεις 15-20 φύλλα ήθελες πολλές ώρες.
[Αυτά Γιάννη Στούπη δεν τα γράφω να τα μάθεις εσύ, αυτά εσύ τα ξέρεις. Τα γράφω για να τα διαβάζει η νεολαία μας να μαθαίνουν τα γλυκά που τρώγανε οι παππούδες και οι γιαγιάδες τους...]

►Θα σας γράψω κάτι που θυμήθηκα. Είχα βρει το συγχωρεμένο τον Τάκη Βασαγιάννη στην οδό Αχαρνών, παραμονές Χριστουγέννων και εγώ κρατούσα μια σακούλα με κάρβουνα. Μου είπε ο Τάκης, δώσε μου να σε βοηθήσω. Τι έχεις εκεί; Του απάντησα, αν σου πω μπορεί να σου φανεί παράξενο. Έχω κάρβουνα, θέλω να φτιάξω λαλαγγίτες. Τι; μου είπε, θα φτιάξεις λαλαγγίτες; Θέλω και εγώ 10 φύλλα. Θα σου φέρω, του απάντησα στο γραφείο της Αδελφότητας. Όχι, μου είπε, απλώς σε δοκίμαζα, εμένα μου δίνει μια γυναίκα από το Βασιλικό, μου είπε και το όνομα της αλλά δεν το θυμάμαι και συνέχισε. Εμένα Χριστούγεννα χωρίς λαλαγγίτες δεν μου πιάνονται... Το ίδιο και στα παιδιά μου και στα ανήψια μου. Μόλις πλησιάζουν Χριστούγεννα με ρωτάνε: Θεία, θα μας φκιάσεις λαλαγγίτες; και αφού ακόμη με κρατάν τα κότσια μου, δεν μπορώ να πω όχι...

Παραμονές Χριστουγέννων είχα πάει στο σπίτι του Βαγγέλη του Βέτσα, του συγχωρεμένου και βρήκα μια φωτιά στο τζάκι με πολλά κάρβουνα. Το μυαλό μου επήγε αμέσως ότι ήταν κατάλληλο για λαλαγγίτες και αφού το συζητήσαμε μου είπαν έλα να φτιάξουμε. Πραγματικά την άλλη μέρα πήρα τα σύνεργα και πήγα. Τώρα, θα μου πείτε, τι σύνεργα είναι αυτά. Να σας πω, χρειάζεται ένα μπακιρένιο ταψί, μια πιροστιά, και ένα μακρύ αδράχτι. Οι περισσότεροι που θα διαβάσουν την εφημερίδα τα γνωρίζουνε. Όσοι τώρα θέλουνε την συνταγή, παλιά την είχε δημοσιεύσει εφημερίδα, όπως τις φτιάχνει η Γιαννούλα του Τζούμα και μάλιστα ήταν πολύ ωραία γραμμένη. Επίσης μπορούνε να με βρούνε μέσω της Αδελφότητας και να τους εξηγήσω, ακόμα και να τους δείξω και στο σπίτι τους...

►Το άλλο που θυμάμαι, είναι τα σουμπέκια, αφού τα έφκιανε η μάνα μας από το Σεπτέμβριο και τα κρεμούσε στο νοντά και εμείς τα κοιτούσαμε από μακριά χωρίς να μπορούμε να τα πειράξουμε. Περιμέναμε πότε θα χιονίσει για να τα κόψουμε. Αλλά και που τα κόβαμε  από  μιά σταλιά μας δίνανε, μόνο που κάναμε χαρές, αφού γινόταν η αρχή, θα κλέβαμε και λίγο όπως κλέβαμε τα σταφύλια που είχανε κρεμασμένα στο νταβάνι. Για να μην μας καταλαβαίνουν εκόβαμε από όλα και από λίγα σπιργιά και από το πίσω μέρος. Όταν όμως ερχόταν η ώρα να τα κατεβάσουμε και τα βλέπανε μας φωνάζανε. Για ελάτε εδώ. Ποιός τα έφαγε αυτά; Εμείς κάναμε σαν γάτες βρεγμένες και η τιμωρία μας ήταν να κοιμηθούμε νηστικά. Χαρά στην υπομονή μας... Άντε τώρα να κρεμάσεις στα σημερινά παιδιά τις σοκολάτες και όλα τα άλλα που τρώνε και να τους πεις ότι θα τα φάτε μετά από καιρό. Θα γίνει μάχη, γι’ αυτό πρέπει να πούμε “Τα χρόνια άλλαξαν, αλλάξαν οι καιροί...” 

►Εγώ γι’ αυτά που σας γράφω είναι για τα χρόνια μπροστά και πίσω από τον πόλεμο... Τότε έριχνε και πολλά χιόνια και το μεγάλο βάσανο ήτανε πως θα φέρναμε τις τροφές για το γομάρι, για τις γίδες, για τις γελάδες, από τις καλύβες που το χιόνι ήτανε ως το γόνατο και παραπάνω. Παίρναμε ένα σιούκλο με κάρβουνα και πηγαίναμε με σακιά να τα γεμίσουμε άχυρο, αλλά ώσπου να τα γεμίσουμε, τα χέρια μας δεν τα ορίζαμε από την παγωνιά. Ας αφήσουμε τις νεροπάπαλες... Εκείνο που μας παρηγορούσε ήτανε που μέσα στο άχυρο είχε σκεπάσει η συχωρεμένη η μάνα μου ξυνόμηλα και μας φαινότανε μέλι. Τώρα στα χωριά δεν χαμπαρίζουνε, τότε βόσκαμε στα γλόγκια, στα σιούψανα, στα κράνια, στα γκόρτσα και τελευταία ήταν τα βούρβαλα. Για να μην σας κουράσω σταματάω...

Γρηγόρη δεν ξέρω αν τα περιέγραψα τέλεια, εγώ πάντως προσπάθησα να ξαναθυμηθώ και θα τελειώσω με τούτο:
Η θεία μου η Διαμάντω του Κοτρότσου που είναι και ξαδέρφη της μάνας σου της Φέβρως ταξίδευε Γιάννενα - Θεσσαλονίκη. Στο κάθισμα καθόταν με ένα κύριο. Σε κάποια στροφή έγειρε το λεωφορείο και αυτή έπεσε επάνω του. Αντί να πει συγνώμη αυτή του είπε: 'Όύι σε ζούπιξα μωρέ άλαλο...!!!".
Αυτό στο γράφω έξω από την Μάνα, το θυμήθηκα στο δρόμο...
Εύχομαι σε όλους καλά Χριστούγεννα και Χρόνια Πολλά.

Πηγή: Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η ΒΗΣΣΑΝΗ" - Φύλλο 42-Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1994
Επιμέλεια: Χ.Κ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.