Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Χριστουγεννιάτικη λαϊκή παράδοση στο Πωγώνι


Του Σωκράτη Οικονόμου

Λαϊκή παράδοση ήθη και έθιμα των Χριστουγέννων στο Γεροπλάτανο Πωγωνίου

Με την παρούσα εργασία, επιχειρείται μια καταγραφή των ηθών και εθίμων στο χωριό ΓΕΡΟΠΛΑΤΑΝΟΣ, αλλά και την ευρύτερη γύρω ακριτική περιοχή του Πωγωνίου, παρ’ ότι με τη νέα διοικητική διαίρεση το χωριό Γεροπλάτανος, διοικητικώς δεν ανήκει πλέον στην Επαρχία Πωγωνίου αλλά στην επαρχία Δωδώνης Ιωαννίνων.

Είναι εν τούτοις ακόμη γνωστό, ότι στην Αρχιεπισκοπή Πωγωνιανής παλαιότερα, πλην του Γεροπλατάνου (Αληζώτ Τσοφλίκι), ανήκαν και τα χωριά Μαυροβούνι, Μεσοβούνι, Άγιος Μηνάς, Αρτσίστα (Αρίστη), Τσερβάρι (Ελαφότοπος), Άνω Ραβένια, Κάτω Ραβένια, Δολιανά και Μόσιορη, τα οποία από τις αρχές του 19ου αιώνα ανήκαν πλέον στην Ομοσπονδία Ζαγορίου για λόγους ασφαλείας (βλ. I. Λαμπρίδη Ηπειρωτικά Μελετήματα, Ε.Η.Μ. "Ο Γεροπλάτανος" 1971)

Κάθε χωριό λοιπόν έχει τα δικά του ήθη και έθιμα κατά το γνωστό «Κάθε χώρα και ζακόνι (ζακόνι= Τούρκικη λέξη, συνήθεια, έθιμο) κάθε μαχαλάς και τάξη», τα οποία ήθη και έθιμα έχουν ομοιότητες και παραλλαγές που αγκαλιάζουν και την ευρύτερη περιοχή.
Τα ήθη και τα έθιμα απ’ τα παλιά αποτελούν ζωντανή μαρτυρία για τη γεωγραφική και εθνική ενότητα της περιοχής. Είναι θρησκευτικές δοξασίες ανάμεικτες με δεισιδαιμονίες, μαντείες και μαγείες, τις οποίες ο Χριστιανισμός στάθηκε ανίσχυρος να τις εξαλείψει εντελώς, όμως έγινε ένας συνδυασμός της αρχαίας παράδοσης με τη Χριστιανική πίστη και παράδοση.

Η αντοχή της στο διάβα των αιώνων προξενεί αληθινό δέος και η διαφύλαξή τους προγονική κληρονομιά. Διατηρήθηκαν και διατηρούνται αναλλοίωτα μέχρι τις ημέρες μας και τα περισσότερα τηρούνται με θρησκευτική ευλάβεια. Είναι οι ρίζες μας και αποτελούν αληθινές βρυσομάνες της λαϊκής μας παράδοσης.

Εδώ δεν θα μιλήσουμε για όλα τα ήθη και έθιμα της ζωής του χωριού (του γάμου - της βάπτισης - των πανηγυριών - του θανάτου - των γεωργικών και ποιμενικών ασχολιών, των θρησκευτικών εορτών του Λαζάρου και του Πάσχα κ.τ.λ) αλλά μόνον για τα ήθη και έθιμα των Χριστουγέννων για τα «Δωδεκαήμερα» όπως λέμε.

Τα έθιμα του δωδεκάημερου - δηλαδή του χρονικού διαστήματος μεταξύ των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων - έχουν θρησκευτικό, γεωργικό, κτηνοτροφικό και εθνικό χαρακτήρα όπως είπαμε. Οι ρίζες του ανάγονται στην Ελληνική αρχαιότητα. Ετσι οι «ξωτικές» ή «ξωθιές» είναι αρχαίες νύμφες, οι «τζερτζεβούληδες», οι «Κήρες» των αρχαίων τα «πολυσπόρια» διαιωνίζουν τα αρχαία «Πυανέψια», το αγιασμένο νερό τα «Πλυντήρια» των Αρχαίων Αθηναίων και το μερίδιο πις βασιλόπιτας για το σπίτι, αναβιώνει την προσφορά στον «οικουρό όφι» κ.λ.π.

►Α' ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Μόλις λοιπόν αρχίζει το δωδεκαήμερο βγαίνουν οι καλικάντζαροι, οι «τζερτζεβούληδες» ή «καρκαντζέλια» και περπατούν στους λάκκους και τα κουτσολάκια.
Τριγυρνούν τις νύχτες καπνισμένοι, κοκκαλιάρηδες, φωνάζουν και χορεύουν δαιμονισμένα. Πειράζουν, κοροϊδεύουν κι ενοχλούν εκείνους που δεν κρατάνε Σαρακοστή. Όταν πλησιάζουν οι άνθρωποι του σπιτιού κατεβαίνουν από το τζάκι, το φεγγίτι και κάνουν «ζούρλιες» (=τρέλες). Ανοίγουν τεντζερέδες, μαγαρίζουν φαγητά, ανακατεύουν το στάρι (σιτάρι), το καλαμπόκι στ’ αμπάργια, σπάνε πιάτα, γυαλικά. Γϊ αυτό το λόγο η φωτιά στο τζάκι καίει μερόνυχτα και δεν σβήνει ούτε στιγμή, όλο το δωδεκαήμερο, κι ο αγιασμός του παπά διώχνει όλα τα κακά. Με το πρώτο λάλημα του πετεινού τα χαράματα εξαφανίζονται για να γυρίσουν ξανά το άλλο βράδυ.

Όλο το δωδεκαήμερο οι νοικοκυρές δεν χύνουν στην αυλή, ούτε στο δρόμο «απολούσματα», για να μη θυμώσουν οι νεράιδες (ξωτικές ή ξωθιές) ή τα κακά αγερικά και τις πάρουν τη λαλιά. Πιστεύουν ότι οι ξωτικές ή ξωθιές έχουν υπερφυσικές δυνάμεις και μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Οι γριές μολογούσαν και μολογούν, πως μπορεί μια ξωτικιά να σε πάρει και να σε πάει στην τρύπα του «Βλάνου» κοντά στη «Βίγλα» και να σε βγάλει στη Βήσσανη...Οι ξωτικές ή ξωθιές, ήταν κάποτε ζωντανές γυναίκες, πανέμορφες κοπέλες και πέθαναν πρόωρα ή βρήκαν τραγικό θάνατο από κακούς ανθρώπους και μόνο τα δωδεκαήμερα κυκλοφορούν στον πάνω κόσμο. Γι’ αυτό, το διάστημα αυτό, οι κοπέλες ή οι γυναίκες δεν πρέπει να βγαίνουν έξω τη νύχτα και να κυκλοφορούν μην τις πάρουν οι ξωτικές ή ξωθιές.Τούτο έχει την εξήγησή του: Επειδή τα δωδεκαήμερα το βράδυ κάνει πολύ κρύο δεν πρέπει να κυκλοφορούν έξω οι γυναίκες μην πάθουν ψύξη. Δεισιδαιμονίες, δοξασίες και προλήψεις που διατηρούνται ακόμη.

ΣΤΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ

Οι νοικοκυρές καθαρίζουν, στολίζουν ή ασπρίζουν το σπίτι, τις αυλές, τα μαντριά, τ’ αχούργια και τα σοκκάκια. Χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν στόλιζαν. Τώρα τελευταία στολίζουν και χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Το σφάξιμο του μαναριού και του γουρουνιού

Κάθε σπίτι τα Χριστούγεννα (παραμονή πάντοτε) έσφαζε ένα μανάρι ή γουρούνι. Η σφαγή τους εξασφάλιζε το κρέας για το γιορτινό τραπέζι και τις άλλες γιορτές. Οσο κρέας περίσσευε το έκαναν «παστουρμά» δηλαδή τ’ αλάτιζαν πολύ, για να διατηρείται και να τώχουν για άλλα φαγητά. Έτρωγαν «τις τσιγαρίδες» από τα λίπη του γουρουνιού ή τις έλιωναν και τις είχαν για βούτυρο ή λάδι.

Μεγάλη χαρά ήταν ο ερχομός του ξενιτεμένου, που προσπαθούσε νάρθει παραμονή των Χριστουγέννων να κάνει Χριστούγεννα και γιορτές με τους δικούς του «καζαντημένος» και να ξεκουραστεί απ’ τα βάσανα της ξενιτειάς.

Τα Χριστόκλουρα ή κλούρες είναι τα χριστόψωμα. Ζυμώνονται χαράματα της Παραμονής των Χριστουγέννων με μια μεγάλη τρύπα στη μέση και στολίζονται με παραστάσεις, εμπνευσμένες από την γεωργική και ποιμενική ζωή του χωριού.

«Οι λαλαγγίτες» είναι χυλός από αλεύρι σιταρένιο, είναι τα σπάργανα του Χριστού. Είναι φύλλα λεπτά που ψήνονται πάνω σε μια πλάκα που αλείφεται με λάδι ή πασπαλίζεται με στάχτη, για να μην κολλάει το ζυμάρι. Η νοικοκυρά χύνει το χυλό, με μεγάλη τέχνη με μια ξύλινη κουτάλα, πάνω στην πυρακτωμένη πλάκα, σ’ όλη την επιφάνειά της, για να γίνει ψιλό το φύλλο. Αφού ψηθεί καλά τ’ απλώνει ένα-ένα στο ταψί και τα «ζεματάει» με σορόπι ή πετιμέζι ή μέλι και ρίχνει πάνω καρύδια και γίνεται ένα γλύκισμα ωραίο, σαν το σημερινό μπακλαβά. Τα καλοψημένα φύλλα μοσχοβολούν και η γιαγιά- Μεγάλη, η Μάκω, βάζει όλη την τέχνη της για να γίνουν λαχταριστές οι λαλαγγίτες το καλύτερο Πωγωνήσιο Χριστουγεννιάτικο γλύκισμα από παλιά μέχρι σήμερα, που τις καταβροχθίζουν όλοι λαίμαργα.

Παλαιότερα τα παιδιά επήγαιναν στα σπίτια κι έλεγαν κάτι ιδιότυπα κάλαντα τα «κόλιαντα» ως εξής:
«Κόλιαντα, μίλαντα 

δύο 
χιλιάδες πρόβατα 
και τρεις χιλιάδες γίδια.
Αν μας δώκουν παίρνουμε 
δε μας δίνουν φεύγουμε 
με τη λάγια προβατίνα 
και με μία κολιαντίνα».
Συνήθως τους έδιναν κανένα γρόσι ή μεντζίτι ή δεκάρα προπαντός όμως ένα μικρό κουλούρι το λεγόμενο «κουσκουντάρι» ή «κολιαντάρι». Κόλιαντα είναι παραφθορά της λέξης κάλαντα.

Τα μεσάνυχτα των Χριστουγέννων σήμαινε χαρούμενα και χαρμόσυνα η καμπάνα και όλοι οι χωριανοί φορούσαν τα γιορτινά τους και πήγαιναν στην Εκκλησία. Εκεί μεταλάβαιναν χωρίς εξομολόγηση και τη συγχώρεση την έδιναν ο ένας στον άλλο αναμεταξύ τους. Γυρνώντας στο σπίτι έτρωγαν λαλαγγίτες και χοιρινό κρέας και στη συνέχεια καταπιάνονταν με τις ποιμενικές εργασίες. Επισκέψεις δεν πήγαιναν την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων, αλλά περνούσε όλη η μέρα μέσα στο σπίτι οικογενειακά. 
Τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων μετά την Εκκλησία πήγαιναν βιζ’ντες (βίζιντες- επισκέψεις) για «χρόνια πολλά» στους Χρήστιδες κατά κουμπανίες ξεχωριστά, πρώτα οι άντρες με τα λαλούμενα, τα «βιολιά» και τ’ απόγευμα οι γριές και οι γυναίκες. Τα παιδιά δεν πήγαιναν επισκέψεις και οι γριές τους έφερναν στη τσέπη απ’ την ποδιά τα ζαχαρικά. Ακόμη για το καιρό έλεγαν «ό,τι καιρό κάνει τα Χριστούγεννα θα κάνει και τ’ Αη-Βασιλιού». Τι γλέντια, τι φαγοπότια! Τι ευχές! Τι μεγάλες χρονιάρες μέρες! Ετσι φτάνουμε στ’ Αη-Βασιλιού.

►Β' Η ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Τ’ Αη-Βασιλιού έκαναν τις «βασιλοκουλούρες» ή βοϊδοκουλούρες. Κάθε νοικοκυρά ζύμωνε τρεις βασιλοκουλούρες (βασιλοκ’ κλούρες), μια μεγάλη για το σπίτι και δυο μικρότερες που προορίζονταν για τον «τζιομπάνο» και το «γελαδάρη» του χωριού, (τζιομπάνος αυτός που βόσκει τα χωριανικά γίδια ή πρόβατα, τη γιδούρα, τα μπροβάργια και γελαδάρης αυτός που ’βοσκε τα γελάδια, τα βόδια του χωριού, ο βουκόλος).

Το βράδυ της παραμονής, οι άνδρες μαζεύονταν στα καφενεία του χωριού. Εκεί έπαιζαν «τριανταένα». Στο παιχνίδι αυτό δεν παίζονταν πολλά χρήματα, αλλά για το «καλό του χρόνου» όπως έλεγαν.
Δεν ξενυχτούσαν τα παλιά χρόνια στα μαγαζιά αλλά, αφού διασκέδαζαν για κάμποση ώρα, επέστρεφαν γρήγορα στις οικογένειές τους, ώστε όλοι μαζί να υποδεχτούν τον καινούργιο χρόνο.
Φεύγοντας αγόραζαν για τα παιδιά ξερά σύκα (τσιοπελόσυκα), κανένα λουκούμι για τις γυναίκες και εύχονταν ο ένας στον άλλο «με το καλό να ’ρθει ο καινούργιος χρόνος». Η χαρά των παιδιών, δεν περιγραφόταν, γιατί τα γλυκά, οι λιχουδιές και τα σημερινά ζαχαρωτά ήταν άγνωστα τότε. Το λουκούμι, κάνα τσουπελόσυκο και καμμιά καραμέλα ήταν κι αυτά από τις σπάνιες λιχουδιές.

Ώσπου να αλλάξει ο χρόνος τα μεσάνυχτα, μαζεύονταν όλοι γύρω από το τζάκι που ’καιγε το κούτσουρο κι άκουγαν παραμύθια και ιστορίες, για τους καλικάντζαρους, τους μυλωνάδες και τις ξωτικιές. Η παιδική φαντασία τα θεωρούσε σαν πραγματικά γεγονότα και η απλοϊκότητα και η πειστικότητα με την οποία τα διηγόνταν οι γιαγιάδες εντυπώνονταν βαθιά μέσα στο μυαλό των παιδιών.

Με τον ερχομό του νέου χρόνου ευχόταν «καλή χρονιά», ασπαζόταν ο ένας τον άλλο και στους μεγαλύτερους φιλούσαν το χέρι. Τα παιδιά ξυπνούσαν χαραή (αν είχαν κλείσει μάτι από την χαρά τους και την αγωνία τους πότε θα ξημερώσει) και παρέες παρέες περνούσαν τα σπίτια του χωριού για να πούνε τον Αη-Βασίλη. Κρατούσαν στα χέρια κλίτσες για ν’ αντιμετωπίσουν τα σκυλιά, κι αν ήταν πολύ χιονισμένα τα σπίτια, έπαιζαν χιονοπόλεμο και τραγουδούσαν έξω στην αυλή για ν’ ακούσουν οι νοικοκυραίοι. Για φιλοδώρημα έδιναν σύκα ψημένα, καρύδια, καραμέλες και σπάνια καμιά τρύπια δεκάρα. Πάντως το έθιμο αυτό δεν είχε μεγάλη έκταση και λόγω του χειμώνα μόνο τα πιο ζωηρά παιδιά πήγαιναν, ενώ του Λαζάρου πήγαιναν όλα τα παιδιά του χωριού.

Το τραγούδι του Αη-Βασίλη ήταν:

Αρχημηνιά κι αρχή χρονιά
κι αρχή καλός μας χρόνος
Αρχή που βγήκε ο Χριστός 
στη γηνα περπατήσει 
και να μας καλο-καρδίσει

Αη-Βασίλης έρχεται από
την Καισαρεία
βαστάει εικόνα και χαρτί
χαρτί και καλαμάρι
το καλαμάρι έγραφε
και το χαρτί μιλούσε

-Βασίλη μ ’ πούθεν έρχεσαι κι απούθε κατεβαίνεις;
-Από τη μάναμ’έρχομαι και στο σκολειό πηγαίνω.
-Βασίλη μ’ξέρεις γράμματα;
-Ξέρω την αλφαβήτα
Στην πατερίτσα ακούμπησε
να πει την αλφα-βητα
κ’ η πατερίτσα ήταν χλωρή
και πέταξε βλαστάρι
και στην κορφή του βλασταριού
κάθισε ένα πουλάκι
που ’χε στα νύχια του νερό
και στα φτερά του χιόνια
ραντίζει τον αφέντη του
ραντίζει την κυρά του
και με τ’ αποραντίσματα
ρεντάει και τα παιδιά του.

Στο τέλος τραγουδούσαν και την ευχή παίνεμα για το σπίτι του νοικοκύρη:

«Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε
πέτρα να μη ραγίσει 
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού 
χρόνια πολλά να ζήσει».

Επίσης το πρωί της πρωτοχρονιάς, οι κυνηγοί σηκώνονταν νύχτα και πήγαιναν να ρίξουν έστω και μια ντουφεκιά «να βασιλέψουν τα όπλα» όπως έλεγαν.

Όταν ξημέρωνε καλά τάιζαν τα χοντρά ζώα με άχυρο, φώκια και καλαμπουκιά, και στα γιδοπρόβατα κρεμούσαν κλαδί από την κλαδαργιά κι ετοιμάζονταν για την εκκλησία. Ακόμη την πρώτη μέρα ήθελαν να δουν «καλό άνθρωπο» για να πάει καλά η χρονιά. Αυτοί που γιόρταζαν (Βασίλης και Βασίλω) πήγαιναν ύψωμα στην εκκλησία να το βλογήσει ο παπάς και μετά την εκκλησία ο παπάς πήγαινε στο σπίτι να «σηκώσει το ύψωμα» και να ευλογήσει το σπίτι και το στάρι και το κρασί.

Γυρίζοντας από την εκκλησία έβαζαν στη φωτιά «ζυλενιά» ένα είδος δέντρου σαν το πουρνάρι, που το ’φερναν από την προηγούμενη μέρα από το Βοϊδομάτη κι έλεγαν: 

«Οσα φύλλα και κλαργιά, 
τόσα γρόσια και φλουργιά» 
ή 
«Όσα φύλλα και κλαργιά, 
τόσα αρνοκάτσικα γερά». 

Μετά ζυγίζονταν έτρωγαν την βασιλόπιτα, που ’χε μέσα το φλουρί (πάντα μια τρύπια δεκάρα) κι ο παππούς, χτυπούσε όλους με μια κρανίτικη βέργα τρεις φορές λέγοντας:

«Όπως είν’ γερή η κρανιά 
νάστε γεροί όλοι τη χρονιά».

κι όλοι ανταπαντούσαν:

«χρόνια πολλά και του χρόνου».

Αυτά όλα γινόταν με τάξη, προσοχή και σεβασμό. Και μετά το απόγευμα γλέντι, «βίζιντες», τραγούδια και χαρά με τα λαλούμενα ή βιολιά με το τακίμι του κλαρινίστα Γιώτη-Ντάλου. Επίσης πρόσεχαν την πρωτοχρονιά, τι μέρα θα κάνει γιατί ετσι θα ’ταν όλη η χρονιά. Το βράδυ κρεμούσαν τη «βοιδο-κουλούρα» στο κέρατο του βοδιού. Καθώς τιναζόταν το βίδι για να πέσει η κουλούρα μαρτυρούσε: Αν πέσει δεξιά θα ευνοηθούν τα σιτηρά, αν πέσει αριστερά, θα πάνε καλά τα καλαμπόκια. Πάντοτε στο Γεροπλάτανο, όλο αριστερά έλεγαν ότι έπεφτε, επειδή η μεγαλύτερη καλλιέργεια ήταν τα καλαμπόκια (τ’ αραποσίτι) κάτω στον κάμπο του Βοϊδομάτη. Και φτάνουμε στα Φώτα.

►Γ' ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ

1. Νηστήσιμες λαλαγγίτες:

Την παραμονή των Φώτων οι νοικοκυρές έκαναν ξανά λαλαγγίτες -όπως την παραμονή των Χριστουγέννων-ήταν νηστήσιμες αυτή τη φορά, γιατί αυτή την ημέρα ήταν αυστηρή νηστεία.

2.  0 αγιασμός

Την παραμονή των Θεοφανείων ο παπάς του χωριού άγιαζε όλα τα σπίτια του χωριού. Τον συνόδευε το παπαδοπαίδι, που κουβαλούσε το «δισάκι» ένα διπλό σακκούλι για να βάζει μέσα το (γενν’μα) γέννημα, σιτάρι ή καλαμπόκι, φακή ή ρεβύθια ανακατωμένα, και το «μπαγκράτσι» με τον αγιασμό. Τα χρόνια ’κείνα ο παπάς αμείβονταν απ’ το χωριό με «γεν’μα» γέννημα στάρι (σιτάρι). Κι όπως λέμε «ο παπάς με την κοιλιά ράντιζε σπίτια-αχούργια-μαντριά». (Βλέπε Βασιλ. Δημ. Μήτση, περιοδικό «έκφραση» Δεκεμβρ. 1991)

3. Κάλαντα - Εκκλησιασμός - Νούνος - Αγιασμός χωραφιών - Αμπελιών-Ζιαφέτι

Τα Φώτα τραγουδούσαν:

«Σήμερα είναι τα Φώτα και ο φωτισμός 
καρκαλιέται η κότα 
πίσω απ’ την πόρτα 
τη φωνάζει ο πέτος 
δεν απολογιέται...

Παίρν’ ένα λιθάρι 
«τσίκι» στο ποδάρι 
ούι λέλε το πόδι μου 
και το παραπόδι μου...

Φέρτε μου τη σέλα να καβαλικεύσω 
να πάνω στο μοναστήρι 
να φωνάξω ντριμιντζή, 
ντριμιντζή καλόγερε, 
τα παιδιά που βάπτισες 
και παν’ στη Κυρά την Παναγιά 
σύρτα εδώ και σύρτα ’κει 
στην Αγιά Παρασκευή...

Τι μεγαλείο που ’χε αυτό το τραγούδι. Τι αλληγορικό και τι συμβολικό!
Η πληγωμένη κότα που κακαρίζει συμβολίζει τον υπόδουλο ραγιά. Το Εθνος. Ο πετεινός που την πληγώνει είναι ο Τούρκος κατακτητής κι ο «ντριμιτζής» καλόγερος ήταν ο Εθνεγέρτης καλόγερος που ’ταν στο μοναστήρι στην Παναγιά τη Σπηλιώτισσα, στο Βοϊδομάτη, ο δημοφιλής ηγέτης που ξεσήκωνε το Έθνος για τη λεφτεργιά. Το λογοπαίγνιο με την κότα κρίθηκε αναγκαίο, μήπως περάσουν οι «γιασαξήδες» Τούρκοι του Αλιζώτ-πασά και ρωτήσουν τι τραγουδούνε τα παιδιά για να τους πούνε: Κότα σφάζουν πασά μου και τραγουδούνε τα παιδιά κι έλεγαν χαριτολογώντας: «Κότα πίτα το Γενάρη κόκκορας τον Αλωνάρη».

Την ημέρα των Θεοφανείων είχαμε το εξής έθιμο: 

Στο τέλος της λειτουργίας ο παπάς κρατώντας την άγια εικόνα της βάπτισης του Χριστού μπροστά στην ωραία Πύλη έλεγε: «Ζητείται ανάδοχος του Κυρίου» δηλαδή νούνος ή νουνός.
Αυτό σήμαινε ότι όποιος έδινε περισσότερα χρήματα θ’ ανακηρύσσονταν Νούνος. Παλαιότερα ήταν όχι με χρήματα αλλά με είδη στάρι ή καλαμπόκι, τυρί ή μαλλί, (μάζευαν το είδος το πουλούσαν κι έπαιρναν χρήματα για τις ανάγκες της Εκκλησίας).
Γινόταν δηλαδή ένα είδος δημοπρασίας των αγίων εικόνων μια ευγενής άμιλλα ποιός θα προσφέρει δηλαδή περισσότερα χρήματα για την εκκλησία. Ελεγε ένας ένα ποσό μετά ο άλλος περισσότερα κ.ο.κ. Ο τελευταίος πλειοδότης ήταν ο Νούνος, ή κουμπάρος ή νουνός. Ακολουθούσε κατά τον ίδιο τρόπο η προσφορά για το σταυρό της εκκλησίας, για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και για όλες τις άγιες εικόνες. Αυτό ήταν το «χτύπημα των εικόνων». Έθιμο παράξενο, αλλά είχε το λόγο του. Ήταν ένας τρόπος για να μπορεί να μάσει χρήματα για την εκκλησία, για να χτιστεί ή να συντηρηθεί.

Μετά ο Νουνός καθόριζε που θα γίνει ο αγιασμός των υδάτων, όπου παίρναμε αγίασμα. Πάντοτε στη στέρνα του χωριού ή στα πηγάδια γιατί το ποτάμι στο Βοϊδομάτη ήταν πολύ μακρυά. Ο παπάς στη συνέχεια με διάφορες ευχές αγίαζε το νερό, τα χωράφια, τ’ αμπέλια και τα ζωντανά του χωριού. Όλοι έπαιρναν αγίασμα για το καλό του και το καλό του σπιτιού και της νέας χρονιάς.
Μετά όλοι μαζί πήγαιναν για «χρόνια πολλά» στο σπίτι του νούνου τραγουδώντας:

«Καί στο νούνο θε να πάμε 
λαλαγγίτες για να φάμε 
λαλαγγίτες με το μέλι 
και κρασί απ’ το βαρέλι.
Λαλαγγίτες με το μέλι 
και ρακί με πετιμέζι».

Το βράδυ εγίνονταν το «ζιαφέτι» στο καφενείο του χωριού, πανηγύρι και «Φιλιά» όπως τόλεγαν.

Το «ζιαφέτι» ήταν κοινό τραπέζι, όλων των κατοίκων που τ’ οργάνωνε η εκλλησιαστική επιτροπή απ’ τα χρήματα που πρόσφεραν οι κάτοικοι το πρωί υπέρ της εκκλησίας. Έθιμο καλό πούχε την αρχή του στην εποχή της Τουρκοκρατίας. Τότε που οι ραγιάδες προσπαθούσαν να βρουν τέτοιες ευκαιρίες να φάνε όλοι μαζί, να συζητήσουν και με υπονοούμενα να πουν κάτι για το «ποθούμενο» για τη μεγάλη προετοιμασία, για το ξεσήκωμα κατά του τυράννου και να αλληλοπαρηγορηθούν. 

Το φαγητό ήταν πάντα «γιαχνί» και το ’βλογούσε ο παπάς του χωριού. Όλοι μαζί αγαπημένοι χόρευαν και γλεντούσαν. Αν κάποιος χωριανός δεν μπορούσε να νάρθει στο τραπέζι ή ήταν άρρωστος τούβγαζαν μερίδα και με φροντίδα της επιτροπής του το πήγαιναν στο σπίτι με «λίμπα», πιάτο τσίγκινο ή ξύλινο βαθουλωτό για να μη χυθεί το «γιαχνί». Εξ’ ου και η φράση «θα φάμε καλή λίμπα» (αυτή η φράση λεγόταν και στο γάμο).

Κατά τη διάρκεια του τραπεζιού, ο παπάς έβγαλε λόγο κι ευχόταν χρόνια πολλά και καλή χρονιά και οι δημογέροντες τον ευχαριστούσαν. Εν συνεχεία η εκκλησιαστική Επιτροπή περιέφερνε δίσκο και συγκέντρωνε τα χρήματα που είχε τάξει καθένας το πρωί και επιπλέον έριχναν στο δίσκο ό,τι ήθελαν κι εκείνοι που δεν είχαν τάξει τίποτε.
Επακολουθούσε γλέντι με τάξη με πρώτο τον παπά, το νούνο, τους δημογέροντες, τους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά.

Καμμιά φορά γινόταν και καμμιά μικροφασαρία, αλλά αυτό σπάνια, γιατί το κρασί φέρνει ενίοτε περισσότερη ευθυμία απ’ ότι πρέπει.
Ανήμερα των Φώτων, δεν έπρεπε να καταργιέται κανείς, γιατί τ’ ουράνια είναι ανοιχτά και πιάνει η κατάρα.
Αν ήταν βροχερά και χιονισμένα τα Φώτα προμήνυαν πλούσια σοδειά καθώς λέει και η παροιμία:

«Φώτα βρεγμένα αμπάργια γιομισμένα»

Την άλλη μέρα ήταν τ’Αη-Γιαννιού.

Εδώ τελειώνουν τα δωδεκάημερα. Ο Σταυρός έπεσε στα νερά κι ευλογήθηκαν, ο Κύριος ενίκησε τα κακά πνεύματα.

«Εν Ιορδάνη βαπτιζουμένου σου Κύριε...»

Οι «τζερτζεβούληδες» γίνονται «καΐπι» που λέμε δηλαδή ξαφανίζονται από προσώπου της γης για να ξανάρθουν του χρόνου πάλι... Πατροπαράδοτα ήθη, έθιμα και παραδόσεις που διατηρήθηκαν και διατηρούνται μέχρι σήμερα και μας κάνουν υπερήφανους για την καταγωγής μας.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΠΗΓΕΣ

«Ηπειρωτικά Χρονικά» Ιωάννινα 1926-1941
Στούπη Σ. «Πωγωνησιακά και Βησσανιώτικα» τ.Α. 1962, Τ.Β. 1964.
Καρρά Β. «Θύμησες απ’ το Πωγώνι», Αθήνα «Δωδώνη».
Ενωση Πωγωνησίων Ηπείρου, «Πνευματικές φυσιογνωμίες του Πωγω¬νίου». Ιωάννινα 1984.
Μάτσια Χ. (Πρεσβύτερου): «Πωγώνι-Δερόπολη». Αθήνα 1985.
Β. Μήτση: Περιοδικό «Εκφραση», τ. Δεκεμβρίου 1981, έκδοση Συλλόγου εργαζομένων ΙΟΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ.
Δέμου Α. «Οι Δρυμάδες Πωγωνίου», Ιωάννινα 1991.
«Η Φωνή της Ηπείρου» (Γ. Γάγαρη), Αθήναι 1892-1918.

Πηγή: "Πωγωνιακά Χρονικά"-Τόμος 1-1995

Επιμέλεια Χ.Κ.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.