Η “ΜΕΓΑΛΗ” ΚΑΜΠΑΝΑ
Τη μέρα της Απριλιάτικης εκείνης νύχτας της Ανάστασης σκορπιόνταν από τους ανθούς των ακακιών κι απ' τα καριοφύλλια στον περίβολο της εκκλησίας. Φλογάτη η κουτσουπιά στον σχολικό κήπο και θλιβερή η μονωδία του γκιώνη στα κλωνάρια του πλάτανου.
Όλα συγκλίνουν εκεί γύρω από το ναό κι όλα συνθέτουν την ατμόσφαιρα του θρήνου στον ενταφιασμένο Θεάνθρωπο.
Μέσα στην εκκλησιά ψέλλονταν ακόμα οι καταβασίες. “Κύματι θαλάσσης...” κι οι χωριανοί με τις άσπρες λαμπάδες στα χέρια βρίσκονταν σε αναμονή να πάρουν το νέο φως απ' τ' αδυτα του ιερού του ναού.
Σε μια στιγμή αφού όλα τα κόκκινα κεριά σβήστηκαν και σκοτάδι απλώθηκε στους θόλους της εκκλησίας, πρόβαλε απ' την “ωραία πύλη” η αχνή σιλουέτα του Παπά-Νικόδημου ντυμένου στα λαμπρά του άμφια, που κρατώντας το τρικέρι με τ' ανέσπερο φως βροντοφώνησε το “Δεύτε λάβετε φως”! Το άγιο φως μεταδόθηκε αστραπιαία στις άσπρες αναστάσιμες λαμπάδες από χέρι σε χέρι. Η εκκλησιά λούστηκε απ' αυτό. Ύστερα ο παπάς ακολουθούμενος από τους ψάλτες και το εκκλησίασμα κατευθύνθηκε στην υπαίθρια ξύλινη εξέδρα σέρνοντας τα γέρικα πόδια του. Αφού θυμιάτισε και ανάγνωσε το Ευαγγέλιο, ξεστόμισε το χαρμόσυνο, το θριαμβικό “ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ”.