Του Γιάννη Στούπη
Είναι δύσκολο να βρεθεί ο καθένας από εμάς το μήνα Μάη στο χωριό μας τη Βήσσανη…
Και να όμως που τελείως αναπάντεχα την παραμονή Πρωτομαγιάς, βρέθηκα στο χωριό μόνος, καθισμένος δίπλα στο τζάκι, με μόνη συντροφιά τη φωτιά, που καμιά φορά έσπαγε τη μονοτονία από τον ενοχλητικό μονόλογο κάποιου μισαναμμένου δαυλιού...
Ήταν όμως ο ίδιος μονόλογος που άκουγα και εκείνα τα χρόνια, αλλά δεν άκουγα τα λόγια της μάνας μου, που έλεγε, «κάποιος μας κουβεντιάζει»…
Αυτό όμως ήταν η αιτία για να έρθουν στη θύμηση μου τα χρόνια εκείνα, που αυτή την ώρα η μάνα να είναι στο μαγειρειό για να ετοιμάσει το σακούλι της πρωτομαγιάτικης εκδρομής. Το τί έβαζε; Λίγα απόλα, τα υπάρχοντα της εποχής εκείνης: Κεφτέδες, χαλβά κι' ελιές από τον Τζόβα, αυγά, ψωμί, νερό και κανένα ξηνόμηλο, το μόνο φρούτο της εποχής εκείνης, που θα είχε ξεμείνει από το χειμώνα, στη γωνιά κάποιας αχυροκαλύβας. Όσο για σαλατικό, λίγες κάβιες μαζεύοντας τες από κάποιο κήπο, που θα βρίσκαμε στο δρόμο μας ανηφορίζοντας προς τα "Κουλούρια" του Γκαραβέλη...
Όλα αυτά όμως ήταν ένα όνειρο που χάθηκε το πρωί, όταν άνοιξα τα παραθυρόφυλλα και το δωμάτιο γέμισε με δροσερό και ολόφρεσκο αέρα από το Κουτσόκρανο, που κουβαλούσε μαζί του το άρωμα της άγριας φύσης και τα κελαϊδίσματα των ζευγαρωμένων και μη πουλιών. Χωρίς να το καλοσκεφτώ ντύθηκα γρήγορα και με λίγες δρασκελιές βρέθηκα τσατζαρωμένος πάνω στα ραδιά κοντά στα "κουλούρια" του Μέντζου. Εκεί δεν είχα ούτε το σακούλι της μάνας, ούτε ζωντανή παρέα...