Παρακολουθώντας στα ΜΜΕ την πορεία των αλλεπάλληλων και μακρόσυρτων διαπραγματεύσεων των εκπροσώπων της χώρας μας στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, αναρωτιέμαι, μήνες τώρα, γιατί άραγε επανέρχεται ξανά και ξανά στη μνήμη μου η αφήγηση μιας γερόντισσας απ’ το Βασιλικό, που είχα την τύχη να πρωτακούσω όταν βρισκόμουν ακόμη στην εφηβική ηλικία.
Ο συγχωρεμένος σύζυγός της -έλεγε η γερόντισσα- ανήκε στη δημογεροντία του χωριού. Και συχνά-πυκνά, όπως γινόταν εκείνα τα χρόνια (τέλη δεκ. του ’40-αρχές δεκ. του ’50), φιλοξενούσε και αυτός στο σπίτι του, όπως όλοι οι δημογέροντες, διάφορους επισκέπτες του χωριού, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Ήταν συνήθως στελέχη των υπουργείων, των δημοσίων υπηρεσιών και του κρατικού μηχανισμού γενικότερα, τα οποία έρχονταν στο χωριό στα πλαίσια των καθηκόντων τους. Οι δημογέροντες είχαν την άγραφη υποχρέωση να τους εξασφαλίζουν καταλύματα για την ολιγοήμερη διαμονή τους, μια και δεν υπήρχαν ξενώνες. Έτσι, τους έπαιρναν στα σπίτια τους.
Αναπτυσσόταν τότε, στο περιθώριο της δουλειάς τους, σ’ εκείνα τα σύντομα διαστήματα της φιλοξενίας, ένα καλώς νοούμενο «αλισβερίσι» ανάμεσα στον οικοδεσπότη και τους φιλοξενούμενους, κατά το οποίο ο δικός της γέροντας, πάντα διακριτικά και με αξιοπρέπεια, προσπαθούσε να προωθήσει την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση ζητημάτων του Βασιλικού και των κατοίκων του, διατύπωνε αιτήματα ζητώντας τη μεσολάβηση των φιλοξενουμένων στις άνωθεν αρχές και Υπηρεσίες, κατά το μέτρο των δυνατοτήτων τους, επεδίωκε την ευνοϊκότερη στάση τους απέναντι στο χωριό, κατά τη διανομή κάθε μορφής κρατικών χορηγιών και ενισχύσεων κ.λ.π.