Γυρίζοντας χωρίς επιστροφή «φευ» ο χρόνος, μου ήλθε στή μνήμη ένας καλός γραφικός τύπος, πού γυρνούσε καί δούλευε στα χωριά. Ήταν ο Ήλια Σαμαράς.
Κατάγονταν απ' τή πανέμορφη Σωπική, χωριό του Πωγωνιού, πού άπ’ τήν «έντιμη!!! συναλλαγή» των τρανών της γης, έμεινε στ’ Άρβανίτικο. Είχε φυσιογνωμία αγαθού άντρα, άλλα ήταν εξυπνοπονηρός, καταφερτζής μέ λαϊκό χιούμορ πού κυλούσε αβίαστα άπ’ τά χείλη του. Αφησε στά χωριά ανεξίτηλα σημάδια άπ’ τούς μεσελέδες, σιακάδες καί τις γλυκερές θύμησες πού μολογούσε, πού αληθινά σέ ποσότητα ήταν, ολόκληρος γαλαξίας, ανεξάντλητος…
Ό ’Ήλια Σαμαράς άριστος τεχνίτης στή δουλειά του ήταν γνωστός μ’ αυτό τ’ όνομα τής τέχνης του χωρίς επίθετο. Στή Μέγγουλη, τό ουρανοθόλωτο εργαστήρι του, τό ’στηνε έξω άπ’ τό καμίνι τού σιδερά, πλάϊ άπ’ τό παλιό Σχολειό, στο μεσοχώρι. Μέ ύφος καλόβολου, πρόθυμου, προσποιόνταν τό βαριόμοιρο, το βασανισμένο, τον ταλαίπωρο…
Οταν έρχονταν στό χωριό άπλωνε μιά «ποστακή» (έπεξεργασμένο πρόβιο τριχωτό δέρμα), για να καθήσει σταυροπόδι μαλακά καί πλάϊ του άπλωνε τα σύνεργά του επιμελημένα, προσεκτικά στη σειρά. Κατέβαζε άπ' τό γομάρι, πού τό ’χε φορτωμένο υλικά γιά σαμάρια, παΐδια, μπροστάρια, έτοιμα ξύλινα ή σιδερένια σκαρβέλια, μερικά χερόβολα βρίζας για γέμισμα, δυό τρία νωπά άλατισμένα κατσικαδερά (γίδινα) δέρματα, κι’ ένα μεγάλο τόπι σαμαροσκούτι. Την ξεθωριασμένη παλιά βελέντζα πού σκέπαινε στό δρόμο τό φόρτωμα του γομαριού, για να το προφυλάξει άπ’ τή βροχή καί τον ήλιο, τήν έκανε τέντα - ήσκιο για να δουλεύει «υπό σκιάν»…