Ο Καστανιανίτης δάσκαλος Κώστας Οικονόμου, υπηρετούσε πριν την απελευθέρωση άπ’ τον Τούρκικο ζυγό και υστέρα άπ’ αυτή, στο μεγάλο χωριό του Πωγωνίου τα Τσαραπλανά σαν διευθυντής στο πολυθέσιο Σχολειό τους. ’Άριστος παιδαγωγός, άψογα ντυμένος για την εποχή, πάρα πολύ πνευματώδης, ακούραστος, πρόθυμος, ευγενικός και με πολύ λεπτούς τρόπους.
Όπως όλοι οι δάσκαλοι της εποχής εκείνης και 0 Οικονόμου — Κονομίδη τον λέγανε — έμενε στα Τσαραπλανά χωρίς οικογένεια και κατοικούσε στο δωμάτιο του Σχολείου. Ήταν ανάγκη τη μικρή αμοιβή πού παίρναν οί δάσκαλοι να συμπληρώνουν οι γυναίκες τους, εργαζόμενες στον κήπο, στο αμπέλι, στο χωράφι και στη συντήρηση και διατροφή της οικόσιτης κτηνοτροφίας.
Τον Οκτώβρη, ένα μήνα υστέρα άπ’ τον τρύγο, ήταν εποχή πού στα Τσαραπλανά έβραζε ό μούστος στα «βαένια» αλλά και πού φτιάχναν οί νοικοκυρές σ’ όλα τα σπίτια μουσταλευριές. Το δάσκαλο Οικονόμου τον γαργαλούσε ή ευωδιαστή μυρωδιά της μουσταλευριάς και του άνοιγε την όρεξη αλλά του ήταν αδύνατο να γευτεί το νόστιμο έδεσμα γιατί δεν ήταν εμπορεύσιμο να βρει στα μαγαζιά. Καταφερτζής όμως και χωρίς να χάνει άπ’ την αξιοπρέπειά του αναγκάστηκε να προβεί στο παρακάτω τέχνασμα, «κόλπο» θα λέγαμε:
Το βράδυ στην απόλυση του Σχολείου, και μετά την προσευχή των μαθητών, εμφανίζεται ό Οικονόμου στην πόρτα του δωματίου, πού ήταν συνέχεια με την αίθουσα, μ’ ένα πιάτο προσεχτικά δεμένο με καθαρή πετσέτα του φαγητού και ενώ σηκώνει το πιάτο ψηλά λέει: