Στις πόρτες κάθοντ’ οι κυρές και σιγοκουβεντιάζουν
για τη ζωή τη δύσκολη τα πονεμένα χρόνια.
Κι ακούς μέσα στην ήσυχη τ’ απόβραδου γαλήνη
ένα τραγούδι σιγανό αργό σαν μοιρολόι:
"Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο
η ξενιτειά σε χαίρεται κι εγώ ’χω τον καημό σου...".
Τώρα τι να γράψει κανείς γι’ αυτές τις πόρτες;
Χάθηκαν οι κυρές δεν γύρισαν οι κύρηδες.
Πού είν’οι νοικοκυρές τον μάνταλο ν’ανοίξουν
την πόρτα να σφαλίσουν;
Στο θυροστόμι δεν πατάει το πέταλο τ’αλόγου
και δεν διαβαίνουν νιές μήτε και παλληκάρια.
Τα χνάρια σβήσαν της ζωής, τα σκέπασε η λήθη.
Χορταριασμένη η αυλή λιθοσουρειές τα τοίχια
χωρίς πνοή, χωρίς ζωή.
Μήτε τραγούδι ακούγεται μήτε και μοιρολόγι
κι η λύπη χώρο να σταθεί δεν θάβρει, ούτε πεζούλι.
Μήδε η χαρά να καρτεράει στην πόρτα την ελπίδα.
Ντουβάρια σωριασμένα θυμίζουν μόνο,
τα παλιά τα χρόνια τα καλά τ’ αγύριστα, τα περασμένα...
Κώστας Χ. Κωστούλας
Πηγές:
►Το ποίημα είναι του Κ.Χ. Κωστούλα και τοπ πήρα απο το βιβλίο του: "ΠΩΓΩΝΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ τόμος 1" (Ιωάννινα 1995)
►Οι φωτογραφίες είναι δικές μου και τραβήχτηκαν στη Βήσσανη το καλοκαίρι του 2009 (εδώ η ασπρόμαυρη εκδοχή τους)
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Χ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.