Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

ΜΩΡΗ ΔΡΟΠΟΛΙΤΙΣΣΑ: Ένα θρυλικό βορειοηπειρωτικό τραγούδι...


Του Α. Ν. Παπακώστα
Φεβρουάριος 1950

Η μοίρα της Ηπείρου και μάλιστα της αλύτρωτης περιοχής της υπήρξε σχεδόν πάντοτε τραγική. Έτσι εξηγείται γιατί τα τραγούδια του λαού αυτού, ακόμα και κείνα που δεν έχουν θρηνητικό χαρακτήρα, μοιάζουν με το βαρύ και μονότονο σκοπό των σαν μοιρολόγια! Ένα από τα τραγούδια αυτά, μα και σε όλα τα μέρη, όπου έφτασαν ξεριζωμένοι από τον τόπο τους οι Βορειοηπειρώτες, είναι και το ακόλουθο:

Ω Δρυϊνοπολίτισσα, ωχ καϋμένη, 
ω Δρυϊνοπολίτισσα, ζηλεμένη.

Βάλ’ το φέσι σ’ ομπροστά 
και σύρε στην εκκλησιά 
με λαμπάδες με κηριά 
και με μοσχοθυμιατά 
και προσκύνα για τ’ εμάς 
την Κυρά την Παναγιά
και προσκύνα για τ’ εσάς 
τι μας πήραν η Τουρκιά 
και μας πάνουν στα τζαμιά 
και μας σφάζουν σαν τ’ αρνιά 
σαν τ’ αρνιά την Πασχαλιά 
τα κατσίκια τ’ Αϊ Γιωργιού 
Αχ! πώς νάχω κι εγώ νου!

Ω Δρυϊνοπολίτισσα, ωχ καϋμένη, 
ω Δρυϊνοπολίτισσα, ζηλεμένη.

Η παραλλαγή έχει διασωθεί από το γνωστό Δροβιανίτη λόγιο Αθανάσιο Πετρίδη, έχει δηλ. Βορειοηπειρωτική την προέλευση.
Αν και διορθωμένη κατά τη συνήθεια της εποχής από το λόγιο καταγραφέα της είναι αξιοσημείωτη, αφού είναι από τις πιο παλιές. Την ίδια, με ασήμαντες φραστικές μεταβολές παρεμβάλλει και ο Φάνης Μιχαλόπουλος στην μελέτη του για το Αργυρόκαστρο.

Υπάρχουν όμως και άλλες παραλλαγές, μία Ζαγοριασιακή, που έχει διασωθεί από το μακαρίτη συγχωριανό και συγγενή μας Χρ. Κολώνια σε χειρόγραφη συλλογή ηπειρωτικών δημοτικών τραγουδιών (συμπληρωμένη από τον γράφοντα) και μία των Κουρέντων, που περιλαμβάνεται στη συλλογή του Αραβαντινού (σ. 250 Χορικά). Και η μία και η άλλη αρχίζουν με το στίχο «μωρή Δροπολίτισσα», τον αρχικό δηλ., που έγινε «μωρή Δρυϊνοπολίτισσα». Κατά τα άλλα, η πρώτη είναι σχεδόν όμοια με προηγούμενη- οι μόνες διαφορές της είναι: ο παρακελευστικός στίχος «και σύρε στην εκκλησιά!» γίνεται αόριστος «σύντας (=όταν) πας στην εκκλησιά». Και ο στίχος «και μας πάνουν (γρ. πάνε) στα τζαμιά» που υπονοεί αλλαξοπιστία, γίνεται: «και μας πάει στην Αραπιά...» που υπονοεί αιχμαλωσία. Η δεύτερη παραλλαγή δηλ. των Κουρέντων διαφέρει και στα μέτρα και στο περιεχόμενο. Να το κείμενο, όπως διασώζεται από τον Αραβαντινό:

Μωρή Δροπολίτισσα 
αυτού που πας στην εκκλησιά 
βάνεις την τσιούπρα σ’ ομπροστά, 
φορεί το φέσι της στραβά.

Αυτού που πας στην εκλησιά, 
για μας μετάνοια κάμε μια, 
να μη μας πάρουν η Τουρκιά, 
μας γράψουν στη γενιτσαριά,
 και μας πάν εις τον κισλά, 
ωσάν τ’ αρνιά την Πασχαλιά.

Όπως βλέπει ο αναγνώστης τα γυρίσματα είναι κι εδώ τα ίδια (μωρ’ καϋμένη - ζηλεμένη). Το περιεχόμενο όμως παραλλάσσει:

Στην πρώτη παραλλαγή ο άγνωστος ποιητής ζητεί από τη ζηλεμένη για την ομορφιά της, το μέσα και το έξω πλούτος Δρυνοπολίτισσα να βάλει μπροστά το φέσι της και να πάει κατόπι στην εκκλησιά.
Τι να υπονοεί τάχα ο στίχος, αδιαφορία, περιφρόνηση, σκέρτσο ή κίνδυνο; Περισσότερο πιθανό φαίνεται το τελευταίο. Βάζοντας μπροστά δηλ. χαμηλά το φέσι η ζηλεμένη κόρη είχε την ελπίδα να μη κινδυνέψει από την ομορφιά της, που θα έμενε έτσι αθέατη.

Στη δεύτερη παραλλαγή η άγνωστος ποιητής λέγει «αυτού που πας στην εκκκλησιά βάνεις την τσιούπρα σ’ ομπροστά» απευθύνεται δηλ. σε μητέρα που πηγαίνει συντροφιά με την κόρη της, που έχοντας στραβά το φέσι γίνεται περισσότερο ζηλεμένη. Γιατί η μητέρα βάνει την τσιούπρα της μπροστά δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς. Αν δεν την είχε μπροστά στα μάτια της μπορούσε να τη χάσει για πάντα...

Συνεχίζοντας ο ποιητής στην πρώτη παραλλαγή ζητεί από τη ζηλεμένη Δρυϊνοπολίτισσα να πάη στην εκκλησιά με λαμπάδες, κεριά και μοσχοθυμιατά και να προσκυνήσει όχι μονάχα για τον εαυτό της που διέφυγε ως τότε τον κίνδυνο) μα και για κείνους που οδηγούνται στα τζαμιά, που αναγκάζονται δηλ. ν’ απαρνηθούν τη θρησκεία των πατέρων των και σφάζονται, όταν μένουν προσηλωμένοι σ’ αυτή, όπως σφάζονται τ’ αρνιά την Πασχαλιά ή τα κατσικάκια τ’ Άι Γιωργιού...

Όλα αυτά μας μεταφέρουν στην εποχή που η μαρτυρική αυτή περιοχή της Ηπείρου εγνώρισε μία από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες- τους εξισλαμισμούς, που εγίνοντο με τη βία από τους Τούρκους ή τους νεοφώτιστους οπαδούς των, τους πρώην χριστιανούς.

Έχει λοιπόν το τραγούδι ιστορικό χαρακτήρα, αλλά και ελεγειακό μαζί, αφού αναφέρεται σε οδυνηρά γεγονότα.
Στην παραλλαγή Κουρέντων (Αραβαντινού) ο ποιητής ομιλεί εξ ονόματος όχι προσώπων που αναγκάστηκαν ν’ αλλαξοπιστήσουν, αλλά εξ ονόματος εκείνων που φοβούνται μήπως ακολουθήση αυτό το αποτέλεσμα, μήπως δηλ. τους πάρει η Τουρκιά και τους γράψουν στη «γενιτσαριά». Η τελευταία λέξη αφήνει να υπονοηθεί ότι η παραλλαγή είναι απομεινάρι εποχής που μας θυμίζει μια άλλη σκληρότατη δοκιμασία του Ελληνισμού της περιοχής δηλ. το γενιτσαρισμό, δηλ. το παιδομάζωμα, που αλλοίμονο ήταν γραμμένο και στα χρόνια μας να επαναληφθεί, όχι από αλλόφυλλους, αλλά από... δικούς μας!
Να γιατί το τραγούδι αυτό με όλες τις παραλλαγές του, μολονότι δεν έχει κανένα εξωτερικό στόλισμα μας συγκινεί και μας φέρει στα χείλη τους στίχους του τραγουδιού με το γύρισμά του «μωρ’ καϋμένη, ζηλεμένη» που τόσο ταιριάζει σε όλη τη Βόρειο Ήπειρο, (όπως επεκράτησε να λέγεται η περιοχή της Ηπείρου που κρατούν ακόμα αλυσσόδετη οι σημερινοί, ελέω των ισχυρών της γης, κυρίαρχοί της). Θάρθει όμως η μέρα που η ζηλεμένη Δροπολίτισσα και κάθε Βορειοηπειρώτισσα δε θα είναι πια καϋμένη, και ο στίχος «Βάλ’ το φέσι σου στραβά» δε θα έχη την ιστορική έννοια, κρύψε το πρόσωπό σου, μα γίνε πάλι ξένοιαστη και άφοβη, όπως ταιριάζει να είναι όσες χαίρονται την ελευθερία. Ο Θεός να δώσει η ευλογημένη αυτή ημέρα να μην είναι μακρυά!

Πηγές: Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ"-Τεύχος 308-Ιαν-Φεβρ. 2008-Η επιλογή των video και ηχητικών δική μου [το ηχητικό απο :http://www.radiodropolis.gr/%CE%BC%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%B7/]H σύνθεση της φωτογραφίας δική μου [πηγή φωτογραφιών : "Η Ελληνική Λαϊκή φορεσιά"-Αγγελική Χατζημιχάλη-Εκδόσεις "ΜΕΛιΣΣΑ"]




ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ - ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : Χ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.