«...Κάποιοι πόνοι
πού δέν τούς κλεί
κι ό πλατύτερος θρήνος...»
Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ
Ό κάθε άνθρωπος εκδηλώνει το συναίσθημα της χαράς με το δικό του τρόπο. Τό συναίσθημα όμως τής λύπης, τής βαθειάς λύπης, όλοι οί άνθρωποι τό εκδηλώνουν με τον ίδιο τρόπο. Με ψυχικό πόνο, με θρήνους, με μοιρολόγια από τις γυναίκες, μέ δάκρυα. Τά δάκρυα εναποθηκευμένα στο δακρυϊκό ασκό, στη λήκυθο, αυτή του ανθρωπίνου πόνου, δέν έχουν προορισμό από τη Φύση νά ξεπλένουν μόνο το βολβό του οφθαλμού, άλλα καί να ανακουφίζουν από τούς αβάσταχτους ψυχικούς πόνους. Διαυγή κι αστραφτερά κατά τή ροή τους καίνε και τό μαντήλι. Έχουν οί Ήπειρώτισσες μεγάλη εμπειρία με τούς ακένωτους ασκούς των δακρύων τους.
«...Σου στέλλω καί το δάκρυ μου
σε ενα χρυσό μαντήλι.
Το δάκρυ είναι καφτερό
καί καίει το μαντήλι...»
Άπό τήν άρχαιοτάτη ακόμα εποχή όλοι οί συγγραφείς μάς παρουσιάζουν τον ψυχικό σπαραγμό σ’ όλες τις κλίμακες. Ό Θουκυδίδης άναφέρει οτι οί Αθηναίοι, κατά τό 431 π.Χ.
«...τω πατρίω νόμω δημοσία ταφάς έποιήσαντοτων εν τώδε πολέμω πρώτω άποθανόντων».
Ό Πρίαμος όταν έμαθε το θάνατο του γυιού του Εκτορα (Ίλιάς X στιχ. 54)
«... ώμωξεν ό γέρων κεφαλήν...
παίειν καί τ’ άλλα ποιεΐν καί λέγειν,
ό συμβαίνει τοις περιπαθούσι».