Η μονή Αβελ
Της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου
Προβατίνα γιαχνί
Aπό παιδί δεν είχα σχέση με το βουνό. Τα καλοκαίρια τα περνούσαμε οικογενειακώς στη Χαλκιδική ή στον τόπο καταγωγής των γονιών μου. Θάλασσα παντού. Από στάχυα, στη δεύτερη περίπτωση. Κυμάτιζαν τα εύφορα χωράφια που πότιζε ο Αγγίτης. Αλλά ακόμη κι εκεί, η κοντινότερη παραλία απείχε μόλις μισή ώρα με το αυτοκίνητο. Τα καλοκαίρια ήταν επίπεδα και χρυσογάλανα. Δεν φανταζόμουν ότι μπορεί να υπάρχουν διακοπές σε μέρη με στεγνούς ανθρώπους. Παρόλο που οι πληροφορίες σχετικά με τα βουνά θα εξέφραζαν ευχαρίστως ότι κι εδώ άνθρωποι περνούν καθημερινά τη ζωή τους και ανεβοκατεβαίνουν, πάντα πίστευα ότι την περίοδο του θέρους αυτό μάλλον θα γίνεται στανικώς κι επειδή στα ψηλά τούς έριξε μια αναποδιά της τύχης.
Μετά μεγάλωσα. Αλλά δεν μεταστράφηκα. Απεναντίας, οι πολυδιαφημισμένες εκδρομές σε ορεινούς προορισμούς, οι ξενώνες-αρχοντικά, οι χορτόπιτες και οι χειροποίητες μαρμελάδες από φρούτα του δάσους για πρωινό, οι υποσχετικές βελέντζες μπροστά στο τζάκι, με έπειθαν ακόμη περισσότερο ότι το βουνό θέλει του κόσμου τα συμπράγκαλα για να γίνει θελκτικό, εκεί όπου η θάλασσα αρκεί από μόνη της. Δροσίζεσαι, ερωτοτροπείς εντός της, τρέφεσαι από τα σπλάχνα της. Αν θες, κοιμάσαι στην άμμο.