Σάββατο 13 Μαΐου 2023

Από την ιστορία της Βήσσανης…


09 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2023

Δημοσιευτηκε στην εφημεριδα "ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ"

Ἡ Βήσσανη εἶναι χωριό τῆς ἐπαρχίας Πωγωνίου, τό ὁποῖο τό 1910, ὅπως ἔκρινε τό Διοικητικό Συμβούλιο τοῦ Πωγωνίου, συνόρευε μέ τά ἑξῆς χωριά, ὅπως καί σήμερα: Λαχανόκαστρο, Κακουσιοί, Φραστανά, Μέβδεζα, Δελβινάκι, Ζαραβίνα, Κάτω Ραβένια, Ἄνω Ραβένια. Τά σύνορά του μέ τό Δελβινάκι εἶχαν καθορισθεῖ καί τό 1730, τό 1833 καί τό 1871, μέ τά ἄλλα δέ χωριά εἶχαν καθορισθεῖ καί τό 1859.

Ὁ ἱστοριογράφος Ἰ. Λαμπρίδης τό 1889 περιέγραψε τήν «Βίσιανη» ὡς ἑξῆς: «Εὑρίσκεται «ἐπί τῆς πρός τήν Κόνιτσαν ὁδοῦ καί ἐπί τοῦ ὑψηλότερου σημείου μακρᾶς ράχεως, ἥτις χωρίζει τόν ροῦν τῶν ὑδάτων πρός τόν Θύαμιν καί Δρίνον, μακρόθεν χιονοσκέπαστος φαινομένη, διότι ἀσβεστώδης ὁ λίθος τῶν οἰκοδομῶν καί αἱ πλάκες τῶν στεγῶν λευκόταται, ἔχουσα δέ καί οἰκίας μεγαλοπρεπεῖς, ἐξ ὧν καί τινες διώροφοι καί τριώροφοι καί μετ’ ἐξωστῶν, συμπεπυκνωμέναι ὅμως, ἀλλ’ ἀνατολικῶς ἐστραμμέναι, ἀξιόλογα δημόσια κτήρια, θέαν ἀμίμητον, ὁδούς ὅμως στενάς ἕνεκεν ἐλλείψεως χώρου».

Ἡ Βήσσανη πρωτοοικίσθηκε ὅταν κάποτε μετεγκαταστάθηκαν ἐδῶ οἱ κάτοικοι γειτονικῶν οἰκισμῶν, τῶν ὁποίων σώζονται ἐρείπια: Μάνιες, Γκολντάνια, Καλούδι, Λαμπάνιτσα, Καλύβια κ.ἄ. Ὁ κυριότερος τῶν οἰκισμῶν τούτων βρισκόταν στήν περιοχή τοῦ σημερινοῦ ἐξωκκλησίου τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἡ ὁποία τό 1820 λεγόταν Στενά τῆς Βήσσανης καί φρουρήθηκε κατά διαταγή τοῦ πολιορκούμενου Ἀλῆ πασᾶ.

Τό χωριό ὑδρευόταν ἀπό πηγάδια (φρέατα), ἀπό στέρνες (ὀμβροδέκτες) καί, σέ χρονιές ἀνομβρίας, ἀπό βρύσες ἑνός τόπου πού ἀπεῖχε ἀπό τό χωριό μία ὥρα. 

Εκκλησιαστικά

1. Μονή Γιουρχάν. Ἦταν ἀφιερωμένη στήν Γέννηση τῆς Θεοτόκου καί ἔπειτα στήν Ζωοδόχο Πηγή. Ἡ ὀνομασία της ὑποδηλώνει πιθανόν τόν κτίτορά της Γιουρχάν (Ἱερόχιο), ὁ ὁποῖος ἴσως ἦταν Σέρβος ἄρχοντας, διότι ὁ Σέρβος Δεσπότης τῆς Ἠπείρου Θωμᾶς Πρελοῦμπος ἀναφέρεται καί ὡς Γιρχάν σέ  ἐπιγραφή ἐπί τοῦ τάφου του. Κατά τόν Σ. Στούπη, ἡ μονή καταστράφηκε κάποτε καί ἔπειτα κτίσθηκε ἐκ νέου μόνον ὁ σωζόμενος ναός, ὁ ὁποῖος λέγεται «Παναγιά» καί ἀπέχει 500 μέτρα ἀπό τήν μονή Ἄβελ.

2. Μονή Ἄβελ. Εἶναι ἀφιερωμένη στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἡ ὀνομασία της ὑποδηλώνει ἴσως τόν κτίτορά της Ἄβελη. Οἱ πιό παλιές γνωστές μας ἀναφορές σέ αὐτήν εἶναι ἡ διαταγή τοῦ τσάρου τῆς Ρωσίας τό 1753 νά χορηγοῦνται στήν μονή 35-45 ρούβλια ἐτησίως, μιά χειρόγραφη σημείωση τοῦ ἱερομονάχου Νικηφόρου τό 1755 καί μιά ἐπιγραφή πού ἀναφέρει ὅτι ὁ ἡγούμενος Δαμιανός τό 1765 ἀφιέρωσε εὐαγγέλιο. Κατά τόν Π. Ἀραβαντινό, πρόκειται γιά μοναστήρι ἀρχαιότατο, τό ὁποῖο «ἑτοιμόρροπον ὄν, ἀνηγέρθη ἐκ βάθρων κατά τό 1760». Σέ ἔγγραφο τῶν προεστῶν τῆς Βήσσανης, σημειώθηκε τό 1892 ὅτι ἡ μονή ἀνακαινίσθηκε τό 1860.

3. Ἐνοριακός ναός Ἁγίου Νικολάου. Κατά τόν Λαμπρίδη, ὁ ναός ἀνεγέρθηκε τό 1771, διά συμβολῆς «λόγῳ τε καί ἔργῳ» τοῦ χωριανοῦ Κων. Μπασιᾶ, γενικοῦ προεστοῦ τοῦ Πωγωνίου, ἐνῶ δέ ἀρχικά ὁ ναός εἶχε ἀσήμαντη ἰδιοκτησία, ἤδη (1889) κατέχει 50 στρέμματα ἀμπελιῶν καί 30 ἀροσίμων γαιῶν. Ὅμως, σύμφωνα μέ ἐπιγραφή ἐπ᾽ αὐτοῦ,ὁ ναός «ἀνωκοδομήθη ἀρχιερατεύοντος τοῦ ἐπισκόπου Βελλᾶς κυρ Θεοδοσίου» τό 1791 (ὄχι τό 1771). Ὁ Θεοδόσιος διετέλεσε ἐπίσκοπος Βελλᾶς κατά τά ἔτη 1789-1818. 

4. Τά ἐξωκκλήσια πού ὑπῆρχαν στήν περιοχή τοῦ χωριοῦ τό 1892 ἦσαν 20, ἐνῶ τό 1962 ἦσαν 21. Γνωρίζομε ὅτι κτίσθηκαν: ἡ Εὐαγγελίστρια τό 1807, ὁ Ἅγιος Ταξιάρχης ὁμοίως, ὁ Ἁη Χαράλαμπος τό 1814, ὁ Ἁη Θανάσης τό 1830 καί ἡ Ἁγία Σωτήρα τό 1892.

Σύμφωνα μέ στοματικές παραδόσεις, ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἐπισκέφθηκε τήν Βήσσανη τό 1775 καί τό  1779, εἶπε δέ τρεῖς προφητεῖες (πού ὅμως εἶναι παιδαριώδεις). Ἡ φορητή εἰκόνα του στόν ἐνοριακό ναό, φιλοτεχνημένη τό 1816, ἀποτελεῖ μιά ἀπό τίς πρῶτες ἀπεικονίσεις του. Ἡ χωριανή Ἑλένη Ντάκα ἔλαβε εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ ἐξ ’Ιωαννίνων ἀπό τήν χήρα του τό 1840 περίπου, μέ συμφωνία νά ἀποδίδει στήν χήρα μέρος τῶν εἰσπράξεων, ἔκτισε δέ ναό τοῦ Ἁγίου καί ἐτήρησε τήν συμφωνία μέχρι τοῦ θανάτου τῆς χήρας τό 1877.

Ἀπό ἐπισκοπική ἄποψη, ἡ Βήσσανη ὑπαγόταν: ἀπό τό 1338 στήν ἀρχιεπισκοπή Πωγωνιανῆς καί ἀπό τό 1482 στήν ἐπισκοπή Βελλᾶς, ἀνεξαρτήτως τῶν μετονομασιῶν καί τῶν ἐδαφικῶν αὐξομειώσεων τῆς ἐπισκοπῆς αὐτῆς.

Πληθυσμός, οικονομία, απόδημοι

Ἀναφορικά μέ ὁρισμένα ἔτη, γιά τά ὁποῖα βρῆκα πληροφορίες, οἱ οἰκογένειες-οἰκίες τοῦ χωριοῦ ὑπολογίσθηκαν ποσοτικά, κατά προσέγγιση συνήθως, ὡς ἑξῆς: α) 1809, οἰκίες 100 περίπου. β) 1846, οἰκίες 195, στέφανα 202. γ)1850, οἰκίες 300. δ) 1880, κάτοικοι 2.010. ε) 1888, οἰκίες 240. στ) 1893, οἰκίες 278. ζ) 1895, οἰκίες 270, κάτοικοι 1.600, ἄρρενες 770, θήλεις 830. η) 1910, οἰκίες 278. θ) 1915, κάτοικοι 1.194. ι) 1920, κάτοικοι 1.027. ια) 1928, κάτοικοι 1.002. ιβ) 1940, κάτοικοι 807.

Μεταξύ τῶν παλαιότερων οἰκογενενῶν τοῦ χωριοῦ πού θεωρεῖται ὅτι μετοίκησαν σέ αὐτό, περιλαμβάνονται ἐκεῖνες πού ἦλθαν ἀπό τό διαλυθέν γειτονικό χωριό Λέπενο τό 1644, ἀπό τό Χόρμοβο, ἀπό τό Μέτσοβο καί ἀπό τό Σούλι. Σιδηρουργοί καί ὀργανοπαῖχτες γύφτοι πρωτοεγκαταστάθηκαν στό χωριό μετά τό 1860, ὁπότε αὐξήθηκαν οἱ κατασκευαζόμενες νέες οἰκίες λόγω τῆς βελτίωσης τῶν εἰσοδημάτων τῶν Βησσανιωτῶν τῆς Πόλης. Τσιγγάνοι καί μουσουλμάνοι δέν κατοίκησαν ποτέ στό χωριό.

Γιά τήν γεωργία τοῦ χωριοῦ, ὁ Ἄγγλος περιηγητής Λήκ τό 1909 πληροφορήθηκε τά ἑξῆς: «Τό ἔδαφος στίς γύρω πλαγιές εἶναι ἀνεκτικά καλό, ἄν καί πολύ πετρῶδες, καί παράγει σιτάρι ἕξι ἤ ἑφτά πρός ἕνα. Τό χωριό εἶναι τσιφλίκι τοῦ Βεζύρη [Ἀλῆ πασᾶ], ὁ ὁποῖος παίρνει τά 2/5 γιά τήν δεκατιά του καί μερίδια ἀπό τήν συγκομιδή, χωρίς νά πληρώνει ἔξοδα. Μιά μεγάλη ποσότητα καλαμποκιοῦ ἔχει καταστραφεῖ ἐφέτος λόγω τῆς κακῆς  κατάστασης τῶν ἀποθηκῶν καί τῶν ἐμποδίων νά μεταφερθεῖ διά θαλάσσης». Τό 1893 ἀνῆκαν στό χωριό ἀγροί 1.218, ἀμπέλια 247, βοσκότοποι καί δάση 32, καλύβες 138, ἀχυροκαλύβες 211. 

Τό 1889, ἀπό τά 6.000 αἰγοπρόβατα πού ἔβοσκαν στήν Βήσσανη, τά μισά ἀνῆκαν σέ μία οἰκογένεια πού δέν βαρυνόταν μέ μίσθωμα. Τό 1910 διατρέφονταν στό χωριό: αἰγοπρόβατα χωριανῶν καί ξένων 10-12.000 (ἐκ τῶν ὁποίων 1.600 ἦσαν οἰκόσιτα), βόδια 400, ἀγελάδες 200, ἡμίονοι 150, ἄλογα 50, ὄνοι 15. Μερικοί χωριανοί ψάρευαν στήν λίμνη τῆς Ζαραβίνας. Περί τό 1900 ἀναπτύχθηκε ἡ μεταξοπαραγωγή. Ἡ ἐπεξεργασία τῶν κουκουλιῶν γινόταν σέ ἐργαστήριο τῆς Ἀναστασίας Τόλη καί ἡ ὕφανση σέ ἀργαλειούς ἀπό χωριανές.

Κατά τά ἔτη 1900-1912, λειτουργοῦσαν στό χωριό 12 καταστήματα καί ἐργαστήρια, (τό 1893 ἦσαν 11), ὅπως: φαρμακεῖο (ἀπό τό 1882), χρυσοχοεῖο (ἀπό τό 1892), κουντουράδικα (ἀπό τό 1892), τσαρουχάδικα, κουρεῖα, ραφεῖα, σαμαροποιεῖα, καφενεῖο, σιδηρουργεῖο ξυλουργεῖο. Ὑπῆρχαν καί  ἄλλοι ἐπαγγελματίες: γιατροί ,οἰκοδόμοι ὀργανοπαῖχτες, γανωτές.

Οἱ ἀποδημίες χωριανῶν ἄρχισαν τό 1750 περίπου, ἀλλά αὐξήθηκαν προοδευτικά μετά τό 1850 κυρίως. Τόποι προορισμοῦ ἦσαν ἀρχικά οἱ παραδουνάβιες χῶρες καί ἔπειτα ἡ Πόλη, ἡ Σερβία, ἡ Κρήτη, ἡ Αἴγυπτος, ἡ Μικρά Ἀσία, ἡ Κύπρος κ.ἄ. Πολλοί ἀπό τούς ἐγκατασταθέντες στήν Κρήτη μετοίκησαν κατά τούς κρητικούς πολέμους στήν Πόλη καί στήν Αἴγυπτο. 

Εκπαίδευση, επιστήμονες χωριανοί

Σύμφωνα μέ τόν Λαμπρίδη, «λέγεται ὅτι τῷ 1817 εὐάριθμοι Βυσιανιῶται μόλις ἐγνώριζον γραφήν καί ἀνάγνωσιν… κατά δέ τό ἔτος 1827 Ἑλληνική συνέστη Σχολή εἰς Βίσιανην, ἔνθα κατ᾽ ἀρχάς ἐδίδαξεν ὁ ἐκ Κονίτσης Βασίλειος Παπᾶ Τζιούμας καί μετ᾽ αὐτόν (1833-36) ὁ Ἰωάννης Μυρτύλος ἤ Γκούσης ἀντί 2.000 γροσίων... διακριθείς διά τό εὐμέθοδον αὐτοῦ, εὐεργετήσας τήν τε Βίσιανην καί  πολλάς τῶν πέριξ κοινοτήτων, ἀποστελλουσῶν τά τέκνα αὐτῶν πρός ἐκπαίδευσιν». 

Ἀπό τό 1874 ἄρχισε ἡ λειτουργία παρθεναγωγείου σέ διώροφο κτήριο πού κατασκευάσθηκε τότε μέ  δαπάνες τῆς ἀδελφότητας τῶν Βησσανιωτῶν τῆς Πόλης «Ἀρετή», ἡ ὁποία ἐπί πλέον κατέθεσε σέ  τράπεζα 1.200 λίρες γιά τήν λειτουργία του. Στήν ἱδρυσή του συνέβαλε καί ἡ ἐπισκοπή μέ 15 λίρες. Τό 1891 κατασκευάσθηκε τριώροφο κτήριο ἀρρεναγωγείου μέ δαπάνη 3.000 λιρῶν πού διατέθηκαν ἀπό τήν «Ἀρετή» κυρίως. Ὁ καϊμακάμης ἀπαγόρευσε νά τροποποιηθεῖ τό ἀρχιτεκτονικό σχέδιο τοῦ κτηρίου καί νά πιεσθοῦν οἱ κάτοικοι νά εἰσφέρουν χρήματα γιά τήν ἀνέγερσή του, ἀλλά τό σχέδιο τροποποιήθηκε, τό δέ κτήριο χρωματίσθηκε κόκκινο.

Τό 1903 λειτουργοῦσαν: ἑλληνικό σχολεῖο μέ δύο δασκάλους καί 30 μαθητές, δημοτικό σχολεῖο μέ δύο δασκάλους καί παρθεναγωγεῖο μέ δύο δασκάλες. Τό 1899 ἱδρύθηκε κοινοτική βιβλιοθήκη,  ἡ ὁποία εἶχε καί ἀναγνωστήριο, κατά δέ τό 1940 εἶχε 4.000 τόμους βιβλίων. Στό παρθεναγωγεῖο γίνονταν καί θεατρικές παραστάσεις ἀπό χωριανούς.

Από τό 1870 κυρίως, ἄρχισαν νά σπουδάζουν κάμποσα παιδιά Βησσανιωτῶν τῆς Πόλης στήν Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή καί ἀκολούθως αὐξήθηκαν προοδευτικά οἱ σπουδαστές γυμνασίων, ἀνωτέρων καί  ἀνωτάτων σχολῶν, ὑπό τήν ἐπίδραση ἐπιπροσθέτως ἀφ’ ἑνός τοῦ Ἠπειρωτικοῦ Φιλεκπαιδευτικοῦ συλλόγου Κων/πόλεως, πού ἱδρύθηκε τό 1872 καί προώθησε ποικιλοτρόπως τήν ἐκπαίδευση τῆς νεολαίας τῆς Ἠπείρου, καί ἀφ᾽ ἑτέρου τῆς ἀδελφότητας τῶν Βησσανιωτῶν «Ἀρετή» πού ἐνίσχυσε οἰκονομικά καί ἠθικά τά σχολεῖα τοῦ χωριοῦ.

Κακοπάθειες και άλλα περιστατικά

Ἡ στοματική παράδοση λέει ὅτι, ὅταν ὁ Ἀλή πασᾶς ἦταν παιδί, ἔμαθε γράμματα σέ σχολεῖο τῆς Βήσσανης, διαμένοντας στό σπίτι τοῦ συμμαθητῆ του Τζαβάρα. Ὁ συμμαθητής τους Κων. Μπασιᾶς εἶπε στόν Τζαβάρα κάποια μέρα: «Τί τόν φιλοξενεῖς; τώρα εἶναι κουτάβι, ἀλλά ὅταν μεγαλώσει θά μᾶς φάει». Ὁ Ἀλής ἄκουσε τά προσβλητικά λόγια καί, ὅταν ἔγινε πασᾶς, ἔστειλε στό χωριό ὁπλίτες του, οἱ ὁποῖοι σκότωσαν τόν Μπασιᾶ καί τόν ἔθαψαν ἀκέφαλο. Ἐπίσης διέταξε καί σκότωσαν ἀργότερα τόν χωριανό Χρ. Ρούση, ἐπειδή οἱ πληροφορίες πού αὐτός εἶχε ἀναλάβει νά τοῦ μεταφέρει δέν ἦσαν πλέον ἐπαρκεῖς.

Ἡ Βήσσανη ἔγινε τσιφλίκι τοῦ Ἀλῆ πασᾶ πρίν ἀπό τό 1809, σύμφωνα μέ τήν προαναφερθεῖσα μαρτυρία τοῦ Λήκ. Λέγεται ὅτι ὁ Ἀλῆς πηγαίνοντας μέ βάρκα στό νησί τῶν Ἰωαννίνων, ἔχοντας μαζί του τούς προεστούς τοῦ χωριοῦ πρός ἀνταπόδοση κάποιας φιλοξενίας τους, τούς ζήτησε νά ὑπογράψουν συμφωνητικό παραχώρησης τοῦ χωριοῦ ὡς τσιφλίκι του καί ἐκεῖνοι, φοβούμενοι ὅτι θά  τούς πνίξει τό ὑπέγραψαν. 

Ὁ Μάρκος Μπότσαρης τό 1814 διορίσθηκε ἀπό τόν Ἀλῆ πασᾶ διοικητής τοῦ Πωγωνίου καί  τιμαριοῦχος τοῦ Κακόλακκου, ἀλλά μέχρι νά ἐπισκευασθεῖ ἡ ἐκεῖ κατοικία του διέμεινε στήν Βήσσανη. Εἶχε φίλο του τόν Βησσανιώτη Τάσιο Τόλη, ἀλλά δυσαρεστήθηκε ὅταν αὐτός καβαλλίκευσε τό ἄλογο τοῦ Μάρκου χωρίς τήν ἄδειά του. Ὅταν τό 1820 ὁ Μάρκος ἔφυγε γιά νά  στραφεῖ κατά τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, οἱ δύο φίλοι ἀποχαιρετήθηκαν στό χωριό μέ πυροβολισμούς στόν ἀέρα. Κατά τά ἔτη 1821-24, ὁ Τόλης, ὡς γενικός προεστός τοῦ Πωγωνίου, ἐπέβαλε φόρο 350.000 γροσίων σέ αὐτό, μέ συνέπεια νά ἐκπατρισθοῦν 500 οἰκογένειές του. Σέ λίγα χρόνια ὁ Τόλης καί ὁ συγχωριανός του Π. Μανούσης ἀπαγχονίσθηκαν ἀπό τούς λησταντάρτες Ἀλῆκο Λιάμτσε καί Ἐλμάζ μπέη. Τό 1827 ὁ Ἀλῆκος κατέλαβε τό χωριό, ὡς τσιφλίκι του, ἅρπαξε περιουσίες καί ἐπέβαλε πρόστιμα.

Τό 1829 οἱ λησταντάρτες Καραμουρατᾶτες ἀδελφοί Ἀσλάν, Καπλάν καί Ρακίπ Μποῦτσε εἰσῆλθαν καί διέμειναν 40 ἡμέρες στήν Βήσσανη καί ἀνάγκασαν τούς κατοίκους νά δώσουν 8.000 γρόσια καί νά διατρέφουν τό ἀσκέρι τους. Ὁ λήσταρχος Χαμίτ Γκούγκας τό 1870 ἅρπαξε 120.000 γρόσια ἀπό τούς ἀδελφούς Ψεύδη καί σκότωσε τόν χωριανό πού ἀρνήθηκε νά ὁδηγήσει στήν οἰκία τους τήν συμμορία. 

Τό 1881 ὁ λήσταρχος Γ. Νταβέλης, μέ 100 ἤ 200 ὁπλίτες του καί τήν ἀδελφή του, εἰσῆλθαν στήν Βήσσανη, λεηλάτησαν οἰκίες της, ἔκαψαν 5 ἀπό αὐτές, φόρτωσαν τά λάφυρα σέ 5 ἤ 50 φορτηγά ζῶα, ἀπήγαγαν 5 ἄνδρες καί 8 γυναῖκες καί προξένησαν ζημιές 5.000 λιρῶν.Σέ μία ἀπό τίς ἀπαχθεῖσες γυναῖκες ἔκτισαν γύρω της λίθινο τοῖχο. Μιᾶς ἄλλης ἔκοψαν τό αὐτί καί τό ἔστειλαν στούς οἰκείους της γιά νά τρομοκρατηθοῦν καί νά στείλουν λύτρα. 

Ἡ συμμορία τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη τό 1909 λήστευσε μαγαζιά καί χωριανούς, κράτησε μέσα στό σχολεῖο 30 μαθητές καί ἀπέσπασε ἀπό τούς γονεῖς τους 5-10 λίρες γιά ἕκαστο. Τό 1911 ὁμάδα ληστῶν ἅρπαξε κοσμήματα καί χρήματα ἀπό χωριανούς πού συζητοῦσαν σέ κοινοτικό κῆπο.

Οἱ Βησσανιῶτες ζήτησαν τό 1909 ἀπό τόν καϊμακάμη νά τούς ὑποδείξει σέ ποιόν τόπο νά μετοικήσουν, ἄν δέν ἀπαγορεύσει σέ κτηνοτρόφους τῶν χωριῶν Μεντζιδιέ καί Καξοί, νά βόσκουν 5.000 αἰγοπρόβατά τους μέ ὁπλισμένους βοσκούς σέ βοσκότοπους καί σέ ἀγρούς τῆς Βήσσανης.

Ὁ χωριανός Ἰ. Ἔξαρχος τό 1803 ἀγόρασε ἀπό τόν Ἀλή πασᾶ τόν αἰχμάλωτο Γ. Μπότσαρη καί αὐτός ἐγκαταστάθηκε στήν Βήσσανη μαζί μέ τήν μάνα του καί τά δύο ἀδέλφια του, μετονομάσθηκε σέ Σουλιώτη καί νυμφεύθηκε χωριανή.

Ὁ Κων. Βησσανιώτης τό 1839 διορίσθηκε βεκίλης τοῦ βιλαετιοῦ του Πωγωνίου καί ὑποσχέθηκε νά τηρεῖ τά ὁρισθέντα καθήκοντά του. Ὁ Γρηγ. Γκαμπράνης, πού εἶχε ἐκλεγεῖ ἀπό τήν κοινότητα ὡς μουχτάρης της ἐκλέχθηκε τό 1893 ἀπό τήν δημογεροντία καί διορίσθηκε ὡς εἰσπράκτορας τῶν βασιλικῶν φόρων.

Στήν δεκαετία τοῦ 1870 ἡ Βήσσανη χαρακτηρίσθηκε ὡς ἰμλιάκι, δηλαδή ὡς κρατικό κτῆμα-τσιφλίκι. Ὅμως, οὐσιαστικά τό χωριό δέν ἦταν τσιφλίκι ἐν πολλοῖς, διότι οἱ κάτοικοι ἀποφάσιζαν οἱ ἴδιοι γιά τίς καλλιέργειες τῶν ἀγρῶν καί τήν ἐκτροφή ζώων τους, ἔκαναν σχετικές ἀγοραπωλησίες, ἔκτιζαν σπίτια τους, ταξίδευαν ἐλεύθερα κλπ..

Κατά τόν ἀπελευθερωτικό ἀγώνα πού ἄρχισε τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1912, τά χωριά τοῦ Πωγωνίου πού ἐξεγέρθηκαν μέ ἀντάρτες τους ἐδεινοπάθησαν ἀπό τούς Τούρκους, γι’ αὐτό ἡ Βήσσανη προτίμησε να ἀναθέσει τήν προστασία της, ἔναντι ἀμοιβῆς, σέ ἔνοπλους Ἀλβανούς, τούς Μουσταφαγάτες, ἐπειδή δέ δέν εἶχε τά ἀπαιτούμενα χρήματα (δέν ἔρχονταν τότε ἐμβάσματα ἀπό χωριανούς τῆς Πόλης κλπ), δανείσθηκε 1.360 γρόσια ἀπό ἕναν τσέλιγκα.

[ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Χ.Κ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.