Πέμπτη 17 Αυγούστου 2017

Καλοκαίρι του 1817: O Αλή πασάς στη Βήσσανη

Από τη ζωή του Αλή Πασά σιο Πωγώνι

[Περιστατικό, κατά αφήγηση του γέροντος Κ. Αναστασιάδη, όπως τ’ άκουσε από τη μάλε του, και όπως το διέσωσε ο Σπύρος Στούπης στο βιβλίο του: “Πωγωνησιακά και Βησσανιώτικα”].

«Όπως είναι γνωστό, ο Αλή πασάς είχε χτισμένο σαράϊ ψηλά στη Νεμέρτσα, κοντά στο Μπιτσικόπουλο, και κάθε καλοκαίρι από τον Ιούλιο μέχρι τον Αύγουστο, παραθέριζε εκεί. Ξεκινούσε από τα Γιάννενα και ακολουθούσε το σημερινό, περίπου αμαξωτό δρόμο, που τότε δεν υπήρχε. Και φθάνοντας κοντά στο Δέμα, έστριβε αριστερά και περνώντας από το Ρουψιώτικο και το Μεντζητιάτικο, έφτανε στα Φραστανά, απ’ όπου ανηφορούσε προς το Μπιτσικόπουλο κι έφτανε στο μέγαρό του. Τον ίδιο δρόμο ακολουθούσε και κατά την επίστροφή του.

Το καλοκαίρι όμως του 1817 επισιρέφονχας στα Γιάννενα, άλλαξε το συνηθισμένο του δρομολόγιο και αποφάσισε να περάσει από τη Βήσσανη να την ιδεί... αφού ήταν ένα από τα μεγαλύτερα τσιφλίκια του.[1] Κατέβηκε, λοιπόν, στα Φραστανά, πέρασε τη Λαμπάντσα, στα Βησσανιώτικα, τα Δοκίμια και Παλιάμπελα, στάθηκε κάμποσο και αποθαύμασε τους τρεις Αγιάννηδες με τις χιλιάδες τα πανύψηλα και πυκνά δέντρα τους, είδε τους γύρω στάλους, και μετά, σιγά - σιγά με την πολυπληθή συνοδεία του, έφτασε στη Βήσσανη. 

Στην “Κούλα”, τον περίμεναν όλοι οι προύχοντες, με επί κεφαλής το μουχτάρη και τους δημογέροντες, καθώς και όλοι οι άνδρες και τα παιδιά, ενώ οι καμπάνες ιης εκκλησιάς χτυπούσαν χαρμόσυνα...
Ο πασάς ευχαριστημένος από την υποδοχή, είπε να τον πάνε σ’ ένα καλό σπίτι, που να μην έχει ανώτερο του. Τότε οι Βησσανιώτες διαμαρτυρήθηκαν και του είπαν, πως δεν υπάρχει άλλος απ’ αυτόν, ανώτερος. Τον πήγαν στο αρχοντικό του Τσάκαλη και τον έβαλαν στον καλό τον οντά. Εξεφόρτωσαν τις αποσκευές από τα μπουλάρια, έψησαν και δύο αρνιά καλά στη σούβλα, γι’ αυτόν και την ακολουθία του.

Αυτός έφαγε μόνος του στον οντά του, εκάπνισε το τσιμπούκι του και μετά έπεσε να κοιμηθεί γιατί ήτανε αποσταμένος από την καβάλα. Το ίδιο έκαναν και οι συνοδοί του, για τους οποίους έστρωσαν στην “κρεββάτα”.

Κατά τα μεσάνυχτα, ένα χρονιάρικο παιδί, που είχε η Τσακαλού, κλαίγοντας “ουά—ουά”, ξύπνησε τον πασά, ο οποίος νευρίασε, θύμωσε και διέταξε να παρουσιαστούν μπροστά του οι μουχταροδημογέροντες.
Κι όταν εκείνοι παρουσιάστηκαν μπροστά του τρο¬μαγμένοι, τους είπε:

-Καλά ωροί κερατάδες, δεν σας είπα να με πάτε σ’ ένα σπίτι, που να μην είναι ανώτερος μου;

-Και ποιός είναι πασά μου ανώτερος από τε σένα; τού είπαν οι μουχταροδημογέροντες.

-Να αυτός, που κλαίει! Τί ξέρει αυτό, τί θα πει Αλή πασάς, για να σκιαχτεί και να τσωπάσει; Μωρ’ εσείς, θέλετε κρέμασμα! τους είπε.

-Εφταίξαμε πασά μου! του απάντησαν εκείνοι. Γλίτωσαν το κρέμασμα, αλλά δέχτηκε το κορμί τους από είκοσι ραβδισμούς ο καθένας.

Έπειτα από το περιστατικό αυτό, ο Αλή πασάς, προσπάθησε να κοιμηθεί, αλλά είχε τόσο εκνευριστεί, που δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Έτσι σηκώθηκε κι έφυγε νύχτα από τη Βήσσανη για τα Γιάννενα».

[1] Τό ιστορικό της τσιφλικοποίησης της Βήσσανης απο τον Αλή πασά ΕΔΩ

ΣΧΟΛΙΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ: Η πιθανή διαδρομή του Αλή προς τη Βήσσανη:






Σέ έναν απο τους τρείς Αη Γιάννηδες [φωτο δική μου 2009]



ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ:

Μάρκος Μπότσαρης ο αετός του Σουλίου-Η παραμονή του στο Πωγωνι (1813-1820)

EΠΙΜΕΛΕΙΑ Χ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.