Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Άφού δεν ήξερε τά χούγια..

Του Σταύρου Καραδήμα

Μετά άπ’ τ’ αφρώδη καί ήμίγλυκα κρασιά της Ζίτσας, καλά κρασιά στην ’Ήπειρο, εύγευστα κοκκινέλια μπρούσικα, έβγαζαν πολλά χωριά του Πωγωνίου.
Η Βήσσανη μέ τά καλοκαλλιεργημένα αμπέλια της συγκεντρωμένα σ’ ενα μακρόστενο καταπράσινο λοφίσκο, κοντά στο μικρο- κουκλίστικο χωριό Καξιούς ('Αγ. Κοσμάς), είχε την καλύτερη παραγωγή. Τώρα ό μαγικός χλοερός αυτός λοφίσκος πού ήταν πλούσιος αμπελώνας μ’ όπωροφόρα, καταστράφηκε άπ’ τη φυλλοξήρα αλλά κι άπ’ τήν εγκατάλειψη.

Μιά Κυριακή ένας μικρομπακάλης από κοντινό χωριό πήγε μέ τή φοράδα του στή Βήσσανη νά φορτώσει στά κατσούπια (ασκιά) του κρασί γιά μιά μεγάλη χαρά. Οι συμπέθεροι ήταν γλεντζέδες, θέλανε καλό κρασί κι είχαν πάρει καπάρο —άγκαζάρησαν— άπ’ τό περίφημο τότε τακίμι βιολιά, του μεγάλου καλλιτέχνη Σιάκιου άπ’ την Πογδόριανη.
Οταν εφθασε στον πλάτανο στο μεσοχώρι ρώτησε μιά συντροφιά Βησσανιώτες πού είναι τό σπίτι του κυρ Μενέλαου, γιατί του είπαν πώς εχει καλό κρασί. Εκείνοι εύγενικά του δώσανε ενα πρόθυμο άγόρι νά τον οδηγήσει στ’ αρχοντικό πού ζήτησε ό μπακάλης. 
Ό κυρ Μενέλαος έδώ κι ενα μήνα είχε ερθει απ’ τή Κωνσταντινούπολη, πού διατηρούσε μεγάλο φουρνάρικο, ήταν στην έκκλησία γιατί δέν είχε τελειώσει ή λειτουργία άκόμη.

Χτύπησε τ’ άγόρι τή μεγάλη εξώπορτα του σπιτιού κι άνοιξε αμέσως. Τράβηξε ό μπακάλης απ’ τό καπίστρι —χαλινάρι— τή φοράδα πού περπατούσε μέ πολύ θόρυβο άπ’ τά πέταλά της στο γκαλντερίμι, κι έκανε μεγάλο σαματά στήν καθαρή αυλόπορτα.

Βγήκε ή νοικοκυρά άπ’ τό σπίτι νά ύποδεχτείτό μπακάλη καί τόν καλημέρισε μέ τό τυπικό της χαριτωμένο χαμόγελο. Ηταν λίγο κάτω απ’ τά σαράντα της χρόνια, καθαρή, αεράτη, λυγερή, περιποιημένη μέ σφιχτοζωσμένη την πωγωνήσια φορεσιά καί τό φακιόλι δεμένο άρχοντοτσαχπίνικα. Ό μπακάλης μέ κάποια χαμηλή νοημοσύνη ή θά ήταν «ψώνιο» θαμπώθηκε άπ’ τή θηλυκότητα, τήν πάστρα κι ομορφιά της καί... χτυπήθηκε κατακούτελα!
Πενηντάρης αυτός μέ χοντρά πυκνά καί μακρυά φρύδια, μελαχροινός, άξιούριστος, σιαπερατός χωριάτης, αλλά μέ γεροδεμένο κορμί.

Έτρεξε ή γυναίκα καί του ’φερε δείγμα άπ’ τό κρασί, του άρεσε του μουστερή καί κανόνισαν αμέσως καί τήν τιμή του. Έδεσε τή φοράδα σέ μιά χοντρή φούρκα τής κληματαριάς ό μπακάλης καί τήν ακολούθησε μέ τ’ άσκιά παραμάσχαλα στήν αποθήκη στό κατώϊ γιά νά τά γεμίσει κρασί. Ή νοικοκυρά έβαλε μιά καθαρή «μπενιότα» κάτω άπ’ τό μεγάλο βαένι, γιά νά πέσει εκεί τό κρασί κι έσκυψε τσαχπίνικα καί τράβηξε τόν πύρρο.

Ό μπακάλης παραπάνω άπό άφελής, μέ καταπληκτικό πάχος έπιδερμίδας, ξέστηθος καί λέρικος, τόν φλόγισε ή τόσο κοντά του ζεστή ζωντανή σάρκα της γυναίκας, ένόμισε εύκολα καί φτηνά τά ερωτικά παιγνίδια, ένισχυμένος άπ’ τό φτωχό του μυελό κι άπ’ τό μισοσκόταδο τής αποθήκης των κρασιών, κάνει μιά πολύ παρδαλή άσκήμια, μέ μιά χοντροκομένη άσεμνη χειρονομία μέ τό έπιφώνημα «πασιά μου εσύ!».

Αμέσως του ’ρθε οούρανός σφοντύλι, γιατί ή νέα γυναίκα, γιά ν’ απαλλαγεί άπ’ τό «ευγενικό» του χέρι, του ’δωσε μιά μέ τόν πύρρο στό πρόσωπο καί του βγήκαν αίματα άπ’ τά δόντια! Έτρεξε έξω ο μπακάλης, αλλά τόν άκολούθησε κι ή ώραία Βησσανιώτισσα στήν αύλή μέ γέλια, άφου έβαλε τόν πύρρο στό βαένι νά μή τρέχει τό κρασί...

Εκείνη τήν ώρα άκούστηκε τό μεγάλο κουδούνι πού χτύπησε άπ’ τό άνοιγμα τής εξώπορτας. Ειχ’ έρθει ο άντρας της ο κυρ Μενέλαος πού τόν ειδοποίησαν οτι στό σπίτι του πήγε πελάτης νά πάρει κρασί. Ό μπακάλης τώρα τρόμαξε σά νά τού ’ρθε βροντή στό γαλανό ουρανό κι έτρεμε σάν τή χορδή του βιολιού όταν παίζει κλαψάρικο μοιρολόι.
Τόν βλέπει ό νοικοκύρης πού σκούπιζε τά αίματα άπ’ τό στόμα, ανήσυχος τόν ρωτάει τί έχει, τί έπαθε. Ό μπακάλης στήν άμηχανία καί τρομάρα του του κόπηκε ή ανάσα καί δεν μιλούσε.
Επεμβαίνει ή πανέξυπνη γυναίκα υστέρα άπ’ τ’ αλύπητα καί τσουχτερά χάχανα κι από γάλι γάλι καί λέξη πρός λέξη του λέει: Του είπα του ευλογημένου, άμα δέν της ξέρει τά χούγια, νά μην άπλώνει... άλλά αυτός χάϊδεψε από κάτω τή φοράδα, γκουντουλεύτηκε (γαργαλίστηκε) αυτή καί τού ’δωσε μιά κλωτσιά καί καλά που τού ’ρθε ξυστά - άπαλά καί γλίτωσε καί δέν του τσάκισε τό κεφάλι! Τώρα δέν θ’ απλώνει άλλη φορά νά χαϊδέψει ξένη φοράδα πού δέν τής ξέρει τά χούγια!
Ό κυρ Μενέλαος έτρεξε στό χαγιάτι πού ήταν τό βαρελοστάσι, γέμισε ένα γκιούμι νερό καί τού ’ριξε κι έπλυνε τά αίματα.
Έκεί πού νόμιζε ο μπακάλης πώς θά πάθει μεγάλο χουνέρι, γλίτωσε τό μασκαραλίκι καί τό «σκόπι» απ’ τήν καπατσοσύνη τής όμορφης γυναίκας...

Στό μεταξύ ολοι μαζί γέμισαν τά κατσούπια κρασί, τό ζύγισαν καί πλήρωσε ο μπακάλης. Κράτησαν τή μεριά, φόρτωσε τή φοράδα, κι ή γυναίκα άπό κληρονομικό ευγενικό έθιμο, τράβηξε τό χαλινάρι τής φοράδας καί ξέβγαλε τό μουστερή ως τήν έξώπορτα.

Οταν του παρέδωσε τό καπίστρι, γιά νά του άπαλύνει τήν στενοχώρια, του χάρισε ένα φωτεινό χαμόγελο καί του ’δωσε τό χέρι, τό ίδιο χέρι πού τού ’σπασε τά δόντια μέ τόν πύρρο, γιά τόκα —άποχαιρετιστηρια χειραψία— καί χαμογελαστή του μουρμούρισε: Γειά σου, ώρα καλή καί νά μήν άπλώνεις εύκολα νά χαϊδεύεις ξένες «φοράδες» άν δέν τούς ξέρεις τά χούγια, γιατί είναι «ζαντζάρες» κλωτσάνε κάμποσες!...

Τό στήθος του μπακάλη έκαιγε σά νά τού ’ριξαν λυωμένο μολύβι καί του φάνηκε σά νά του’στραψε μέ τά λόγια της γκάπ ενα σκαμπίλι ή γυναίκα! Κατσούφης ο άξιούριστος μπακάλης έδωσε νευρική βιτσιά στά καπούλια τής φοράδας χωρίς νά πει λέξη καί... μή τόν είδατε! Άπ’ τό μάθημα πού πήρε, μόλις βγήκε άπ’ τό χωριό, κουβέντιαζε μονάχος του καί μέ τήν άπαλάμη του άριστερού του χεριού έδωσε δυνατό χτύπημα στον καρπό του δεξιού... Τό χέρι έφτεγε τό άφιλότιμο!...

Πηγή: Απο το βιβλίο του Σταύρου Π. Καραδήμα:"ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΟΔΗΠΟΡΙΚΟ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.