Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018

Κράνια απ΄ την πατρίδα!


O κλητήρας χτύπησε διακριτικά την πόρτα του γραφείου του κ. Διευθυντή. Ακούστηκε ένα εμπρός κι η πόρτα άνοιξε.
-Έλα Παναγιώτη, πες μου.
-Κύριε Διευθυντά, ήρθε ένα δέμα με κούριερ στο όνομά σας, ορίστε και το απόθεσε στο γραφείο.
-Ευχαριστώ Παναγιώτη, μπορείς να πηγαίνεις.

Περιεργάστηκε το δέμα και διαπίστωσε πως το όνομα του αποστολέα ήταν δυσανάγνω­στο εξ αιτίας ενός λεκέ που υπήρχε πάνω του. Ετοιμαζόταν να το ανοίξει, όταν ακούστη­κε πάλι να χτυπά η πόρτα άλ­λο ένα: 
- Εμπρός!
Η ιδιαιτέρα μπήκε φουριόζα και κεφάτη -καλομακιγιαρισμένη, καλοντυμένη, χαιρό­σουν να τη βλέπεις, και άφη­σε πάνω στο γραφείο ένα πάκο φακέλλους.
-Αυτά, προς υπογραφή, κύ­ριε Διευθυντά. Καφεδάκι ή­πιατε; συμπλήρωσε.
-Όχι, της απάντησε, αν έ­χεις την καλοσύνη έναν μέ­τριο σε μεγάλο φλυτζάνι.
-Ξέρω, ξέρω και με ένα σκέ­το κρουασσάν.
-Τί θα γινόμουνα χωρίς εσέ­να!

Η Σοφία -αυτό ήταν το όνο­μα της ιδιαιτέρας- αποσύρθη­κε κοκκινίζοντας. Για φαντάσου -σκέφτηκε- υπάρχουν α­κόμα κορίτσια που κοκκινί­ζουν. Αναψε τσιγάρο και άρχισε να ξεφυλλίζει φακέλους και να υπογράφει τα σχετικά διαβιβαστικά. Χτύπησε το τη­λέφωνο.
-Λέγετε.
-Κύριε διευθυντά -ήταν η Σοφία-, σας θυμίζω το σημε­ρινό σας ραντεβού στις 12 με τον κ. Υπουργό. Από τον τρόπο που αφοσιωθήκατε στη δου­λειά σας -συνέχισε- δεν πή­ρατε χαμπάρι όταν σας έφερα τον καφέ, σκέφτηκα πως μια υπενθύμιση του ραντεβού, ή­ταν απαραίτητη...
-Τώρα ξέρω τι θα γινόμου­να χωρίς εσένα Σοφία ή μάλ­λον τι δεν θα γινόμουνα.
Δεν πρόλαβε να κλείσει και πάλι η Σοφία:
-Σας ζητούν από το γρα­φείο του κ. Υπουργού, σας συνδέω.
Η ιδιαιτέρα του κ Υπουργού πληροφορούσε τον κ. Διευθυ­ντή ότι η συνάντηση θα ορι­ζόταν για την ερχόμενη εβδομάδα κάτι προέκυψε που κα­θιστούσε επείγουσα την ανα­βολή της. «Θα σας ενημερώσω για την προσεχή συνάντηση εγκαίρως».

Αναστέναξε με ανακούφι­ση. Ανακλαδίστηκε στην κα­ρέκλα του κι αποφάσισε να α­σχοληθεί με το δέμα. Ήταν δε­μένο σταυρωτά μέ σπάγγο και πάνω από τον σπάγγο υπήρχε φαρδειά λωρίδα σελοτέιπ, κολλημένη πάνω του. Πήρε τον χαρτοκόπτη κι άρχισε να βγάζει το σελοτέιπ. Για το σπάγγο χρειάστηκε τη βοή­θεια του ελβετικού σουγιά που είχε στο γραφείο του.
Ανοιξε το πακέτο σχίζοντας το σκληρό χαρτί και παρου­σιάστηκε ένα χαρτονένιο κουτί με τη φίρμα ενός Γιαννιώτικου ζαχαροπλαστείου. Χαμογέλασε... αν είναι Γιαννιώτικος μπακλαβάς να μου λείπει αρκετά περιττά κιλά με ταλαιπωρούν τελευταία... 

Καθώς όμως άνοιξε το κουτί μια αψιά μυρωδιά τούσπασε τη μύτη. Μια μυρωδιά κατα­χωνιασμένη στο παρελθόν -πόσες δεκαετίες;- οι αισθη­τήρες της μνήμης άρχιζαν να ψάχνουν τι να κρύβει το πε­ντακάθαρο μαντήλι με δαντέλλα κεντημένο στις άκρες του, ομορφοδεμένο σε φιόγκο. Βγάζοντάς το από το κουτί το τοποθέτησε στο τζάμι του γραφείου να το περιεργαστεί καλλίτερα, πρόσεξε μια καρτούλα που ήταν στη βάση του κουτιού κι έγραφε: Παναγιώ­τη, κράνια απ’ την πατρίδα...

Καθώς άνοιξε το μαντήλι η μυρωδιά τους ξεχύθηκε ελεύ­θερη πια, στο γραφείο στις πο­λυθρόνες. στη βιβλιοθήκη, στις κουρτίνες, στη γλάστρα με το αλεξανδρινό. Το χρώμα τους γυαλιστερό κόκκινο, μια ολόφρεσκη πληγή στο σώμα της μνήμης, μιας μνήμης ζω­ντανής αιμάσσουσας σε πρώ­το πλάνο και στο βάθος πεδί­ου, τα ανεπανάληπτα τοπία της. Εκείνη η θεόρατη κρανιά στη μεγάλη γκρόπιστα φορτωμένη μικρές αμέτρητες φλογίτσες καθώς ο ήλιος στραφτάλιζε πάνω τους. Τα ανοιξιάτι­κα λιβάδια με τις μπουρντένιες -άγρια σπαράγγια- και τους τσάμπους και ειδικά τους ξανθούς, πλατύφυλλους με στίγματα πάνω τους και που μ’ αυτούς ξεγελούσαμε την πείνα μας, παρ’ όλο που έ­λεγαν πως από πάνω τους περ­νούσαν το φίδια πριν αλλά­ξουν πουκάμισα γιαυτό και στις πρώτες λιθαριές που συ­ναντούσε κανείς μετά τους χορταστικούς τσάπους, φιγουράριζε κάποιο φιδορούτι.

Η Μάνα έφτιαχνε μαρμελάδα με τα κράνια. Τα άφηνε μια δυό μέρες απλωμένα σ’ ένα σινί να τα βλέπει ο ήλιος και κατόπιν τ’ άδειαζε με μια με­γάλη κατσαρόλα και έρριχνε τόσο νερό, ώστε να καλυ­φθούν απ’ αυτό. Έβαζε την κατσαρόλα στην πυροστιά και τραβούσε κάρβουνα από το τζάκι. Αφού έπαιρναν ένα χόχλο, τα κατέβαζε από τη φωτιά. Τα άφηνε και κρύωναν και μετά με μια κουτάλα τα μετέφερε από τη κατσαρόλα στο ντριμόνι. Τα κρατούσε με την παλάμη της για να βγει η τροφή και να πέσει σε μια λε­κάνη που είχε τοποθετήσει α­πό κάτω. Τη μετέφερε στην κατσαρόλα και την έβαζε πά­λι στη φωτιά για να δέσει ρί­χνοντας ζάχαρη με το μάτι, ή αν δεν είχαμε ζάχαρη έρριχνε πετιμέζι που φτιάχναμε από τα δικά μας σταφύλια... Την α­νακάτευε για να μην κολλήσει κι όταν έπεφτε από την κουτά­λα κομμάτι - κομμάτι, ήταν έ­τοιμη. Την άφηνε να κρυώσει και την μετέφερε σε καθαρά γυάλινα βάζα. Πριν καπακώ­σει τα βάζα έρριχνε λίγο τσί­πουρο ώστε να καλυφθεί όλη η επιφάνεια, προφυλάγοντας τη μαρμελάδα από την πιθα­νότητα να μουχλιάσει. Η μαρ­μελάδα κρατούσε ένα χρόνο. Ήταν μια καταπληκτική λι­χουδιά, ιδιαίτερα όταν την αλοίφαμε σε φέτες φρέσκιας ζε­στής μπομπότας. Η γεύση της ήταν λίγο ξυνή «μοχούτσικη» που έλεγε η Μάνα, τόση ώστε να σπάει την πολλή γλυκάδα και να τρώγεται πιο ευχάρι­στα...

-Πού πήγαν οι παλάμες σου, Μάνα! Μ’ αυτές έπλενες, ζύ­μωνες, μας χάιδευες, έκανες χωράφι, μαγείρευες και καμιά φορά -σπάνια- μας έδινες και κανένα φούσκο για κάποια σκανταλιά μας. Ανακατεμέ­νες μυρωδιές από λαχτάρες, φρεσκοπλυμμένα σεντόνια, Κυριακάτικα Τραγητά στο φούρνο και κείνη την ιδιαίτε­ρη γεύση του άγουρου φιλιού που μας κράταγε άυπνους για μέρες. Όλα αυτά πολιορκού­σαν τη ζωή του, πολιορκού­σαν το χώρο του, ώσπου τα μέσα κύμματα ζητούσαν επιταχτικά διέξοδο και τη βρή­καν...

Είχε φέρει τις παλάμες του στο πρόσωπο σκύβοντας στο γραφείο του και το στήθος του τραντάζονταν από λυγμούς. Δεν άκουσε την πόρτα να χτυ­πάει. Η Σοφία ξαναχτύπησε, δεν πήρε απάντηση κι αποφά­σισε ν’ ανοίξει την πόρτα. Τον είδε στη στάση με τις παλάμες στο πρόσωπο βυθισμένον στις άκρως μοναδικές προσωπικές αναμνήσεις. Χλώμιασε κι έ­κλεισε διακριτικά την πόρτα. Σε όποιον τηλεφωνούσε του έ­λεγε πως έλειπε σε σύσκεψη στο Υπουργείο, να πάρει αύ­ριο. Το ταξίδι στο παρελθόν τον είχε εξουθενώσει. Πού βρήκες αγάπη μου το χρόνο να μαχαιρώσεις τον καιρό και ν’ ανοίξει η πληγή που δεν λέ­ει να κλείσει;
Γιατί δεν ήταν μονάχα τα κράνια, τα γκόρτσα, οι μπουρντένιες, οι τσάποι κι η μπομπότα. Ήταν και οι γκουντούλιαροι με τα κόκκινα αυ­γά τ’ Αι-γιωργιού στον Άι-Λιά, ήταν και τα παιχνίδια με τ’ ά­χυρα στην καλύβα μετά τ’ α­λώνισμα, που κρυβόμασταν μέσα τους κι όταν τα μέλη μας ερχόταν σε επαφή τυχαία με­ταξύ τους βυθιζόμασταν σε μιαν ευδαιμονία δίχως τέλος. Έξω το καλοκαίρι ξεφάντωνε. Έτρεχε γυμνό δρασκελώντας λόφους και λιβάδια, λουσμένο στο φως, ώσπου έφτανε στο ποτάμι και βουτούσε στα δρο­σερά νερά του. Τζιτζίκια ξε­φάντωναν στους κορμούς των δένδρων κρατώντας το νωχελικό ίσο αυτής της εποχής με το μόνιμο χαμόγελο στα χείλη όλων μας...

Ξαναχτύπησε το τηλέφωνο 
-Εμπρός! 
-Κύριε Διευθυντά -ή­ταν η Σοφία- σας ζητούν από το Πωγώνι Ιωαννίνων σας συνδέω... 
Καλλίτερα να τον μα­χαίρωνε...
Τάσος Πορφύρης*
Ιανουάριος 2006

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η ΒΗΣΣΑΝΗ" -αρ. φύλλου 109-Ιαν-Φεβρ. 2006
Η φωτογραφία στην αρχή του κειμένου απο το προσωπικό μου αρχείο: Κρανιά 2009-Βήσσανη Πωγωνίου


*Τάσος Πορφύρης


Ο Τάσος Πορφύρης γεννήθηκε το 1931 στον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου (παλαιότερα, Κακσιοί). Κατέβηκε το ’38 στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του είχε ανοίξει μαζί με τον πρώτο του ξάδερφο μαγαζί -ζαχαροπλαστείο στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου 24 , το χειμώνα του ’41 γύρισε στο χωριό, και το
χειμώνα του ’45 προς ’46 εγκαταστάθηκε πλέον οριστικά στην πρωτεύουσα. Αποφοίτησε από τη Μέση Β΄ Εμπορική Σχολή στην οδό Λευκωσίας 60 στα Πατήσια το 1949.

Στα ελληνικά γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1961 με την ποιητική συλλογή Νεμέρτσκα, κι ακολούθησαν οι συλλογές: Το εγκαταλειμμένο σπίτι (1968), Flash Back (1971), Τοπίο (1973), Η πέμπτη έξοδος (1980), Τα λαβωμένα (1996), Σώμα κινδύνου (2004), Έρημα (2008), και Χρονοσυλλέκτης (2011). Μέλος της εκδοτικής ομάδας των περιοδικών Μαρτυρίες, Προτάσεις, Σημειώσεις. Συνεργάτης πολλών λογοτεχνικών περιοδικών (Μαρτυρίες, Σημειώσεις, Φηγός, Ηπειρωτικά Χρονικά, Ηπειρωτικά Ημερολόγια, Ζωσιμάδες, Οροπέδιο, Πλανόδιον κ.ά.).
Μετέφρασε E. Pound, T.S. Eliot, D. Thomas κ.ά.


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Α) ΠΟΙΗΣΗ, ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

1. Νεμέρτσκα, ποιήματα (Γεμεντζόπουλος, Αθήνα 1961)
2. Το εγκαταλειμμένο σπίτι, ποιήματα (Θεσμός, Αθήνα 1968)
3. Flash back, ποιήματα (Λύσεις, Αθήνα 1971)
4. Τοπίο, ποιήματα (Λύσεις, Αθήνα 1973)
5. Η πέμπτη έξοδος, ποιήματα (Σημειώσεις, Αθήνα 1980)
6. Τα λαβωμένα, ποιήματα (Έρασμος, Αθήνα 1996)
7. Πολυφωνικόν, ανθολογία Ηπειρώτικης ποίησης (Νομαρχιακή
Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2002)
8. Ανθολογία της Βροχής, ποιήματα από το έργο 107 ποιητών, Ελλήνων
και ξένων (Τροπικός - Παπαδόπουλος, Αθήνα 2003)
9. Σώμα κινδύνου, ποιήματα (Ύψιλον, Αθήνα 2004)
10. Η δοντάγρια, διηγήματα (Σοκόλης, Αθήνα 2006)
11. Έρημα, ποιήματα (Ύψιλον, Αθήνα 2008)


Β) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΓΙΟΚΟΣΜΙΤΩΝ ΠΩΓΩΝΙΟΥ

12. Ο ποιητής Άνθος Πωγωνίτης (Βασίλης Καραφύλλης), Αθήνα 1989
13. Αξέχαστα χρόνια, Αθήνα 1991
14. Τα (ει)κονίσματα (εικονοστάσια) του χωριού μας, Αθήνα 1996


Γ) ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΟΙΗΣΗΣ

 15. Ezra Pound, σε συνεργασία με τον Στ. Ροζάνη (Λύσεις 1, Αθήνα 1967) 
16. T. S. Eliot, σε συνεργασία με τον Στ. Ροζάνη (Λύσεις 2, Αθήνα 1968) 
17. D. Thomas, σε συνεργασία με τον Στ. Ροζάνη (Λύσεις 3, Αθήνα 1969) 
18. Jean Tardieu, σε συνεργασία με τη Ρένα Κοσσέρη (Λύσεις 6, Αθήνα 1970) 
19. Antonin Bardusek, Viteoslav Nezval, Zosef Hanglik (Νέα Σύνορα, τεύχη 69 - 70) 
20. Nicanor Parra (Φηγός, τεύχος 16, σελ. 93 - 111, Γιάννενα 2003) 

Δ) ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΚΡΙΤΙΚΗΣ 

21. Αναφορές στην ποίηση του Δ. Παπαδίτσα, κείμενα Τάσου Πορφύρη και Στέφανου Ροζάνη (Λύσεις 9, Αθήνα 1970)
[http://philologoi.mes.sch.gr/files/biografia_porfiris.pdf]
ΕΠΙΕΛΕΙΑ: Χ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.