O κλητήρας χτύπησε διακριτικά την πόρτα του γραφείου του κ. Διευθυντή. Ακούστηκε ένα εμπρός κι η πόρτα άνοιξε.
-Έλα Παναγιώτη, πες μου.
-Κύριε Διευθυντά, ήρθε ένα δέμα με κούριερ στο όνομά σας, ορίστε και το απόθεσε στο γραφείο.
-Ευχαριστώ Παναγιώτη, μπορείς να πηγαίνεις.
Περιεργάστηκε το δέμα και διαπίστωσε πως το όνομα του αποστολέα ήταν δυσανάγνωστο εξ αιτίας ενός λεκέ που υπήρχε πάνω του. Ετοιμαζόταν να το ανοίξει, όταν ακούστηκε πάλι να χτυπά η πόρτα άλλο ένα:
- Εμπρός!
Η ιδιαιτέρα μπήκε φουριόζα και κεφάτη -καλομακιγιαρισμένη, καλοντυμένη, χαιρόσουν να τη βλέπεις, και άφησε πάνω στο γραφείο ένα πάκο φακέλλους.
-Αυτά, προς υπογραφή, κύριε Διευθυντά. Καφεδάκι ήπιατε; συμπλήρωσε.
-Όχι, της απάντησε, αν έχεις την καλοσύνη έναν μέτριο σε μεγάλο φλυτζάνι.
-Ξέρω, ξέρω και με ένα σκέτο κρουασσάν.
-Τί θα γινόμουνα χωρίς εσένα!
Η Σοφία -αυτό ήταν το όνομα της ιδιαιτέρας- αποσύρθηκε κοκκινίζοντας. Για φαντάσου -σκέφτηκε- υπάρχουν ακόμα κορίτσια που κοκκινίζουν. Αναψε τσιγάρο και άρχισε να ξεφυλλίζει φακέλους και να υπογράφει τα σχετικά διαβιβαστικά. Χτύπησε το τηλέφωνο.
-Λέγετε.
-Κύριε διευθυντά -ήταν η Σοφία-, σας θυμίζω το σημερινό σας ραντεβού στις 12 με τον κ. Υπουργό. Από τον τρόπο που αφοσιωθήκατε στη δουλειά σας -συνέχισε- δεν πήρατε χαμπάρι όταν σας έφερα τον καφέ, σκέφτηκα πως μια υπενθύμιση του ραντεβού, ήταν απαραίτητη...
-Τώρα ξέρω τι θα γινόμουνα χωρίς εσένα Σοφία ή μάλλον τι δεν θα γινόμουνα.
Δεν πρόλαβε να κλείσει και πάλι η Σοφία:
-Σας ζητούν από το γραφείο του κ. Υπουργού, σας συνδέω.
Η ιδιαιτέρα του κ Υπουργού πληροφορούσε τον κ. Διευθυντή ότι η συνάντηση θα οριζόταν για την ερχόμενη εβδομάδα κάτι προέκυψε που καθιστούσε επείγουσα την αναβολή της. «Θα σας ενημερώσω για την προσεχή συνάντηση εγκαίρως».
Αναστέναξε με ανακούφιση. Ανακλαδίστηκε στην καρέκλα του κι αποφάσισε να ασχοληθεί με το δέμα. Ήταν δεμένο σταυρωτά μέ σπάγγο και πάνω από τον σπάγγο υπήρχε φαρδειά λωρίδα σελοτέιπ, κολλημένη πάνω του. Πήρε τον χαρτοκόπτη κι άρχισε να βγάζει το σελοτέιπ. Για το σπάγγο χρειάστηκε τη βοήθεια του ελβετικού σουγιά που είχε στο γραφείο του.
Ανοιξε το πακέτο σχίζοντας το σκληρό χαρτί και παρουσιάστηκε ένα χαρτονένιο κουτί με τη φίρμα ενός Γιαννιώτικου ζαχαροπλαστείου. Χαμογέλασε... αν είναι Γιαννιώτικος μπακλαβάς να μου λείπει αρκετά περιττά κιλά με ταλαιπωρούν τελευταία...
Καθώς όμως άνοιξε το κουτί μια αψιά μυρωδιά τούσπασε τη μύτη. Μια μυρωδιά καταχωνιασμένη στο παρελθόν -πόσες δεκαετίες;- οι αισθητήρες της μνήμης άρχιζαν να ψάχνουν τι να κρύβει το πεντακάθαρο μαντήλι με δαντέλλα κεντημένο στις άκρες του, ομορφοδεμένο σε φιόγκο. Βγάζοντάς το από το κουτί το τοποθέτησε στο τζάμι του γραφείου να το περιεργαστεί καλλίτερα, πρόσεξε μια καρτούλα που ήταν στη βάση του κουτιού κι έγραφε: Παναγιώτη, κράνια απ’ την πατρίδα...
Καθώς άνοιξε το μαντήλι η μυρωδιά τους ξεχύθηκε ελεύθερη πια, στο γραφείο στις πολυθρόνες. στη βιβλιοθήκη, στις κουρτίνες, στη γλάστρα με το αλεξανδρινό. Το χρώμα τους γυαλιστερό κόκκινο, μια ολόφρεσκη πληγή στο σώμα της μνήμης, μιας μνήμης ζωντανής αιμάσσουσας σε πρώτο πλάνο και στο βάθος πεδίου, τα ανεπανάληπτα τοπία της. Εκείνη η θεόρατη κρανιά στη μεγάλη γκρόπιστα φορτωμένη μικρές αμέτρητες φλογίτσες καθώς ο ήλιος στραφτάλιζε πάνω τους. Τα ανοιξιάτικα λιβάδια με τις μπουρντένιες -άγρια σπαράγγια- και τους τσάμπους και ειδικά τους ξανθούς, πλατύφυλλους με στίγματα πάνω τους και που μ’ αυτούς ξεγελούσαμε την πείνα μας, παρ’ όλο που έλεγαν πως από πάνω τους περνούσαν το φίδια πριν αλλάξουν πουκάμισα γιαυτό και στις πρώτες λιθαριές που συναντούσε κανείς μετά τους χορταστικούς τσάπους, φιγουράριζε κάποιο φιδορούτι.
Η Μάνα έφτιαχνε μαρμελάδα με τα κράνια. Τα άφηνε μια δυό μέρες απλωμένα σ’ ένα σινί να τα βλέπει ο ήλιος και κατόπιν τ’ άδειαζε με μια μεγάλη κατσαρόλα και έρριχνε τόσο νερό, ώστε να καλυφθούν απ’ αυτό. Έβαζε την κατσαρόλα στην πυροστιά και τραβούσε κάρβουνα από το τζάκι. Αφού έπαιρναν ένα χόχλο, τα κατέβαζε από τη φωτιά. Τα άφηνε και κρύωναν και μετά με μια κουτάλα τα μετέφερε από τη κατσαρόλα στο ντριμόνι. Τα κρατούσε με την παλάμη της για να βγει η τροφή και να πέσει σε μια λεκάνη που είχε τοποθετήσει από κάτω. Τη μετέφερε στην κατσαρόλα και την έβαζε πάλι στη φωτιά για να δέσει ρίχνοντας ζάχαρη με το μάτι, ή αν δεν είχαμε ζάχαρη έρριχνε πετιμέζι που φτιάχναμε από τα δικά μας σταφύλια... Την ανακάτευε για να μην κολλήσει κι όταν έπεφτε από την κουτάλα κομμάτι - κομμάτι, ήταν έτοιμη. Την άφηνε να κρυώσει και την μετέφερε σε καθαρά γυάλινα βάζα. Πριν καπακώσει τα βάζα έρριχνε λίγο τσίπουρο ώστε να καλυφθεί όλη η επιφάνεια, προφυλάγοντας τη μαρμελάδα από την πιθανότητα να μουχλιάσει. Η μαρμελάδα κρατούσε ένα χρόνο. Ήταν μια καταπληκτική λιχουδιά, ιδιαίτερα όταν την αλοίφαμε σε φέτες φρέσκιας ζεστής μπομπότας. Η γεύση της ήταν λίγο ξυνή «μοχούτσικη» που έλεγε η Μάνα, τόση ώστε να σπάει την πολλή γλυκάδα και να τρώγεται πιο ευχάριστα...
-Πού πήγαν οι παλάμες σου, Μάνα! Μ’ αυτές έπλενες, ζύμωνες, μας χάιδευες, έκανες χωράφι, μαγείρευες και καμιά φορά -σπάνια- μας έδινες και κανένα φούσκο για κάποια σκανταλιά μας. Ανακατεμένες μυρωδιές από λαχτάρες, φρεσκοπλυμμένα σεντόνια, Κυριακάτικα Τραγητά στο φούρνο και κείνη την ιδιαίτερη γεύση του άγουρου φιλιού που μας κράταγε άυπνους για μέρες. Όλα αυτά πολιορκούσαν τη ζωή του, πολιορκούσαν το χώρο του, ώσπου τα μέσα κύμματα ζητούσαν επιταχτικά διέξοδο και τη βρήκαν...
Είχε φέρει τις παλάμες του στο πρόσωπο σκύβοντας στο γραφείο του και το στήθος του τραντάζονταν από λυγμούς. Δεν άκουσε την πόρτα να χτυπάει. Η Σοφία ξαναχτύπησε, δεν πήρε απάντηση κι αποφάσισε ν’ ανοίξει την πόρτα. Τον είδε στη στάση με τις παλάμες στο πρόσωπο βυθισμένον στις άκρως μοναδικές προσωπικές αναμνήσεις. Χλώμιασε κι έκλεισε διακριτικά την πόρτα. Σε όποιον τηλεφωνούσε του έλεγε πως έλειπε σε σύσκεψη στο Υπουργείο, να πάρει αύριο. Το ταξίδι στο παρελθόν τον είχε εξουθενώσει. Πού βρήκες αγάπη μου το χρόνο να μαχαιρώσεις τον καιρό και ν’ ανοίξει η πληγή που δεν λέει να κλείσει;
Γιατί δεν ήταν μονάχα τα κράνια, τα γκόρτσα, οι μπουρντένιες, οι τσάποι κι η μπομπότα. Ήταν και οι γκουντούλιαροι με τα κόκκινα αυγά τ’ Αι-γιωργιού στον Άι-Λιά, ήταν και τα παιχνίδια με τ’ άχυρα στην καλύβα μετά τ’ αλώνισμα, που κρυβόμασταν μέσα τους κι όταν τα μέλη μας ερχόταν σε επαφή τυχαία μεταξύ τους βυθιζόμασταν σε μιαν ευδαιμονία δίχως τέλος. Έξω το καλοκαίρι ξεφάντωνε. Έτρεχε γυμνό δρασκελώντας λόφους και λιβάδια, λουσμένο στο φως, ώσπου έφτανε στο ποτάμι και βουτούσε στα δροσερά νερά του. Τζιτζίκια ξεφάντωναν στους κορμούς των δένδρων κρατώντας το νωχελικό ίσο αυτής της εποχής με το μόνιμο χαμόγελο στα χείλη όλων μας...
Ξαναχτύπησε το τηλέφωνο
-Εμπρός!
-Κύριε Διευθυντά -ήταν η Σοφία- σας ζητούν από το Πωγώνι Ιωαννίνων σας συνδέω...
Καλλίτερα να τον μαχαίρωνε...
Τάσος Πορφύρης*
Ιανουάριος 2006
Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η ΒΗΣΣΑΝΗ" -αρ. φύλλου 109-Ιαν-Φεβρ. 2006
Η φωτογραφία στην αρχή του κειμένου απο το προσωπικό μου αρχείο: Κρανιά 2009-Βήσσανη Πωγωνίου
*Τάσος Πορφύρης
Ο Τάσος Πορφύρης γεννήθηκε το 1931 στον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου (παλαιότερα, Κακσιοί). Κατέβηκε το ’38 στην Αθήνα, όπου ο πατέρας του είχε ανοίξει μαζί με τον πρώτο του ξάδερφο μαγαζί -ζαχαροπλαστείο στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου 24 , το χειμώνα του ’41 γύρισε στο χωριό, και το
χειμώνα του ’45 προς ’46 εγκαταστάθηκε πλέον οριστικά στην πρωτεύουσα. Αποφοίτησε από τη Μέση Β΄ Εμπορική Σχολή στην οδό Λευκωσίας 60 στα Πατήσια το 1949.
Στα ελληνικά γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1961 με την ποιητική συλλογή Νεμέρτσκα, κι ακολούθησαν οι συλλογές: Το εγκαταλειμμένο σπίτι (1968), Flash Back (1971), Τοπίο (1973), Η πέμπτη έξοδος (1980), Τα λαβωμένα (1996), Σώμα κινδύνου (2004), Έρημα (2008), και Χρονοσυλλέκτης (2011). Μέλος της εκδοτικής ομάδας των περιοδικών Μαρτυρίες, Προτάσεις, Σημειώσεις. Συνεργάτης πολλών λογοτεχνικών περιοδικών (Μαρτυρίες, Σημειώσεις, Φηγός, Ηπειρωτικά Χρονικά, Ηπειρωτικά Ημερολόγια, Ζωσιμάδες, Οροπέδιο, Πλανόδιον κ.ά.).
Μετέφρασε E. Pound, T.S. Eliot, D. Thomas κ.ά.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Α) ΠΟΙΗΣΗ, ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
1. Νεμέρτσκα, ποιήματα (Γεμεντζόπουλος, Αθήνα 1961)
2. Το εγκαταλειμμένο σπίτι, ποιήματα (Θεσμός, Αθήνα 1968)
3. Flash back, ποιήματα (Λύσεις, Αθήνα 1971)
4. Τοπίο, ποιήματα (Λύσεις, Αθήνα 1973)
5. Η πέμπτη έξοδος, ποιήματα (Σημειώσεις, Αθήνα 1980)
6. Τα λαβωμένα, ποιήματα (Έρασμος, Αθήνα 1996)
7. Πολυφωνικόν, ανθολογία Ηπειρώτικης ποίησης (Νομαρχιακή
Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2002)
8. Ανθολογία της Βροχής, ποιήματα από το έργο 107 ποιητών, Ελλήνων
και ξένων (Τροπικός - Παπαδόπουλος, Αθήνα 2003)
9. Σώμα κινδύνου, ποιήματα (Ύψιλον, Αθήνα 2004)
10. Η δοντάγρια, διηγήματα (Σοκόλης, Αθήνα 2006)
11. Έρημα, ποιήματα (Ύψιλον, Αθήνα 2008)
Β) ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΓΙΟΚΟΣΜΙΤΩΝ ΠΩΓΩΝΙΟΥ
12. Ο ποιητής Άνθος Πωγωνίτης (Βασίλης Καραφύλλης), Αθήνα 1989
13. Αξέχαστα χρόνια, Αθήνα 1991
14. Τα (ει)κονίσματα (εικονοστάσια) του χωριού μας, Αθήνα 1996
Γ) ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΟΙΗΣΗΣ
15. Ezra Pound, σε συνεργασία με τον Στ. Ροζάνη (Λύσεις 1, Αθήνα 1967)
16. T. S. Eliot, σε συνεργασία με τον Στ. Ροζάνη (Λύσεις 2, Αθήνα 1968)
17. D. Thomas, σε συνεργασία με τον Στ. Ροζάνη (Λύσεις 3, Αθήνα 1969)
18. Jean Tardieu, σε συνεργασία με τη Ρένα Κοσσέρη (Λύσεις 6, Αθήνα 1970)
19. Antonin Bardusek, Viteoslav Nezval, Zosef Hanglik (Νέα Σύνορα, τεύχη 69 - 70)
20. Nicanor Parra (Φηγός, τεύχος 16, σελ. 93 - 111, Γιάννενα 2003)
Δ) ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΚΡΙΤΙΚΗΣ
21. Αναφορές στην ποίηση του Δ. Παπαδίτσα, κείμενα Τάσου Πορφύρη και Στέφανου Ροζάνη (Λύσεις 9, Αθήνα 1970)
[http://philologoi.mes.sch.gr/files/biografia_porfiris.pdf]
ΕΠΙΕΛΕΙΑ: Χ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.