Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Η "μεγάλη" καμπάνα...


Η “ΜΕΓΑΛΗ” ΚΑΜΠΑΝΑ

Τη μέρα της Απριλιάτικης εκείνης νύχτας της Ανάστασης σκορπιόνταν από τους ανθούς των ακακιών κι απ' τα καριοφύλλια στον περίβολο της εκκλησίας. Φλογάτη η κουτσουπιά στον σχολικό κήπο και θλιβερή η μονωδία του γκιώνη στα κλωνάρια του πλάτανου.
Όλα συγκλίνουν εκεί γύρω από το ναό κι όλα συνθέτουν την ατμόσφαιρα του θρήνου στον ενταφιασμένο Θεάνθρωπο.

Μέσα στην εκκλησιά ψέλλονταν ακόμα οι καταβασίες. “Κύματι θαλάσσης...” κι οι χωριανοί με τις άσπρες λαμπάδες στα χέρια βρίσκονταν σε αναμονή να πάρουν το νέο φως απ' τ' αδυτα του ιερού του ναού.

Σε μια στιγμή αφού όλα τα κόκκινα κεριά σβήστηκαν και σκοτάδι απλώθηκε στους θόλους της εκκλησίας, πρόβαλε απ' την “ωραία πύλη” η αχνή σιλουέτα του Παπά-Νικόδημου ντυμένου στα λαμπρά του άμφια, που κρατώντας το τρικέρι με τ' ανέσπερο φως βροντοφώνησε το “Δεύτε λάβετε φως”! Το άγιο φως μεταδόθηκε αστραπιαία στις άσπρες αναστάσιμες λαμπάδες από χέρι σε χέρι. Η εκκλησιά λούστηκε απ' αυτό. Ύστερα ο παπάς ακολουθούμενος από τους ψάλτες και το εκκλησίασμα κατευθύνθηκε στην υπαίθρια ξύλινη εξέδρα σέρνοντας τα γέρικα πόδια του. Αφού θυμιάτισε και ανάγνωσε το Ευαγγέλιο, ξεστόμισε το χαρμόσυνο, το θριαμβικό “ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ”.

Όλων τα πρόσωπα γέμισαν από χαρά και ιλαρότητα, όλων οι καρδιές πλημμύρισαν από αγαλλίαση κι ευφροσύνη.

Κι' οι καμπάνες διαλάλησαν σ' όλο το χωριό το μήνυμα της Ανάστασης. Ταυτόχρονα ο ορυμαγδός των βαρελότων των παιδιών συντάραξαν τον περίβολο και τη χαγιάτα και ξέσκισαν τα πέπλα της μέχρι τότε γαλήνιας νύχτας.

Τότε συνέβηκε κάτι το απρόσμενο, κάτι το συγκλονιστικό!
Στο καμπαναριό ανεβασμένα μερικά παιδιά καταγίνονταν με το βάρεμα της “μεγάλης” και της μικρής καμπάνας. Στη “μεγάλη” ο Νίκος ο Νιάρος και στη μικρή ο Μήρος του Στούπη.
Ξαφνικά ο Νίκος αφηνιασμένος σαν άλλος Κουασιμόδος άδραξε γερά την αλυσίδα της “Μεγάλης” κι' αφού “κουτζιουρίστηκε” δυο-τρεις φορές γύρισε την καμπάνα γύρω στον άξονά της.
Κείνο που διατυμπάνιζε από μέρες, πραγματοποιήθηκε. “Θα τη γυρίσω τη “μεγάλη”, πού θα μου πάει” έλεγε.
Όμως η “Μεγάλη” που στηρίζοντα σε ξύλινες γρέντες κι ίσως σαρκοφαγωμένες απ' το χρόνο, ξέφυγε από τον αρμό της κι άρχισε να γκρεμίζεται μέσα σε άγριο αλαλαγμό, να τρυπάει το ξύλινο πατάρι του καμπαναριού, να χάνεται μέσα στο κενό και να βυθίζεται πέφτοντας στο παχύ στρώμα χαλικιών του πυθμένα του καμπαναριού. Αυτό ήταν που την έσωσε!

Τα παιδιά ζάρωσαν κατατρομαγμένα στα μακρουλά τοξωτά ανοίγματα του καμπαναριού. Η Μεγάλη δεν έπαθε τίποτα. Ούτε ένα ράγισμα. Αλλά κι απ' τα παιδιά κανένα δεν έπαθε τίποτε, εκτός από ένα ελαφρό χτύπημα του Μήρου στο λαγκόνι κι' ένα γρατσούνισμα στο μάγουλο του Νιάρου.

Το κακό μαθεύτηκε σ' όλο το εκκλησίασμα. Στην αρχή απ' αυτί σ' αυτί κι ύστερα όλοι αναδεύτηκαν μ' ανησυχία. Μερικές μανάδες έσκουξαν. “Ούϊ! Τα παιδιά! Φουρτούνα μας! Τα παιδιά!..”. Όμως το θαύμα της Ανάστασης είχε γίνει. Σταυροκοπήθηκαν όλοι σαν ο Παπα-Νικόδημος τους καθησύχασε κι έτσι συνεχίστηκε η λειτουργία.
Η “μεγάλη” έμεινε για λίγο καιρό εκεί κάτω στον πυθμένα του καμπαναριού χωμένη στα χαλίκια σε κοινό θέαμα, ώσπου οι χωριανοί την ανέβασαν και τη στέριωσαν καλύτερα στη θέση της με σιδερένια περαστάρια.

Χωρίς να χάσει τη γλυκειά της λαλιά εξακολουθεί ακόμα να στέλνει αρμονικά με τη “μικρή” αδελφή της, τα μηνύματα της χαρά ή της λύπης και να καλεί τους πιστούς στο ναό του Αη-Νικόλα.

Γ. ΝΑΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΓΙΑΝΝΙΝΑ
ΟΚΤ/87

Πηγή:http://lianolithara.blogspot.gr/2014/10/blog-post_41.html

Και το χειρόγραφο του συγχωριανού μας Γ. Ναστόπουλου:






ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ - ΨΗΦΙΑΚΗ  ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ-ΦΩΤΟ Χ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.