Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Οι ατσαλιές της Λιούντως...


Κάθε παληός Βησσανιώτης θυμάται τή μάλε Λιούντω. 'Η φήμη της άλλως τε έχει ξεπεράσει τά σύνορα του χωριού καί τ’ όνομά της ίσως έχει γίνει γνωστό κι έξω άπό τήν Ελλάδα.
Γιατί λίγα χρόνια πριν άπό τόν τελευταίο μεγάλο πόλεμο, ένας Δανός συγγραφεύς, έπεσκέφθηκε τή Βήσσανη καί συγκέντρωσε άπό τό στόμα της, όπως άκριβώς αύτή ήξερε καί τά έλεγε, ένα σωρό άνέκδοτά της. Δέν ξέρομε όμως τό όνομα του ξένου αύτού συγγραφέα ή άν έξεδόθησαν όσα συνεκέντρωσε γιά νά τά βρούμε. Καί είναι κρίμα, ότι δέν βρέθηκε κανένας έντόπιος νά συγκεντρώσει, όσα μ’ έξαιρετική έξυπνάδα καί ώμή άλλά όχι χυδαία σάτυρα, έλεγε ή τετραπέρατη μά καί έξαιρετικά πικραμένη κατά τά άλλα άπό τή ζωή, ή άξέχαστη έκείνη καλή βησσανιώτισα.
Τά ίδια θά είχαμε νά πούμε καί γιά τόν καλόκαρδο Μήτρο Καρύτση όσο καί τόν Γ. Φίλη. Γιατί άν έγίνετο αύτό, πλούσια θά ήταν ή συμβολή στήν τοπική μας ήθογραφία, λαογραφία, ιστορία κ.λ.π.
Τόσο ό Καρύτσης όσο καί ή Λιούντω μέ τήν άφέλεια καί άπλότητα τών σκηνών πού συνθέτουν παρουσιάζουν φαινόμενο, μεγάλης συγγενείας μέ τήν άρχαία σάτυρα του Άριστοφάνους καί στέκουν σάν σύμβολα μιάς έποχής, πού ή Βήσσανη ήταν σ’ όλη τήν περιοχή «πρώτη στά γρόσια καί στά γράμματα»...


Τό φόκι* γιά παρηγοριά...

(Κατ’ άφήγησι τής γραίας Άγαθής Άναστ. Παπαγεωργίου)

Γύρ’σαν ’πό τό λείψανο, μακρ’γιά ’π έδω, κι ή Σάνα, γεννηά μέ τ΄ Λιούντω, κάθονταν στ’ν κορ’φή στ’ γωνιά βαρυληπημέν’ γιά τό χαμό του γέροντά της, σκεπασμένα τά μάτια της μ’ ένα μαύρο μαντήλι καί γυρ’σμένη κατά τή στιά, νά μή γλέπ’ καέναν... Τ’ν ίδια ώρα, τρωΐρω της, ένα σωρό γυναίκες κάθονταν καί κουβέντιαζαν άπό γάλια, καί.,.νάσου μπαίν’ ή Λιούντω, θεός σχωρέστη καί φωνάζ’ τ’ χήρα σοβαρά, σοβαρά...
«Σάνα, μώρ Σάνα, γιά γύρ’σε κατ’ νά σου πώ». Κι όταν κείν’ γύρ’σε τό κεφάλι της νά ίδεί τί θέλ’ τής λέει, ή Λιούντω άτάραη κι άγέλαστη όπως ήταν τό συνήθιο της, βγάζοντας ’πό τό ζωνάρ’ της ένα φόκι μακρύ, τυλιγμένο μέ πανί δεμένο γύρω γύρω μέ ράμα: «Νά, πάρτο, νά τώχεις τ’ νύχτα νά τό βαστάς νά σ’φέ’γ’ ό πόνος του μακαρίτ’ τ’ Γιάννη»!..
Αναγκαστικά ή πένθυμη όψι του δωματίου όπως ήταν φυσικό άλλαξε άμέσως, τά γέλοια εδωκαν κι έπείραν άπ’ όλους συμπεριλαμβανομένης καί τής βαρυληπημένης χήρας, έκτός άπό...τή Λιούντω!!!


Τί πεθύμησαν κάποιες χήρες...

Η σκηνή στήν κρεβάτα ένός παληού βησσανιώτικου σπιτιού. Ή Λιούντω γνέθ’μέ τ’ ρόκα της καθιστή στό πάτωμα μέ τά ποδάργι’ άπλωμένα. Πλάϊ της ή άν’ψιά της Κωστάντω του Μακρυγιάνη γνέθοντας κι’ αύτή τό ίδιο. Αγνάντια της καθούμενη στό μπάσι ή νύφη τους Άναστάσενα του Παπαγιώργη πλέκοντας πατούνι. Κι' οί τρεις χήρες πάνω άπό 65 χρονών ή κάθε μιά...

Σέ μιά στιγμή π’ δέν έκρενε καμιά λέει ή Λιούντω άτάραχη κι’ άγέλαστη όπως πάντα: «νάχαμ' ένα δεμάτ’ πούτ’.... τί λές Άναστάσενα δέ θάηταν καλά»; Κι’ αύτή μέ τή σειρά της: «Τί λές τάχα μώρ καψο Κωστάντω δέν ξέρω! Έδώ δέν έχομ’ ουτε μιά γιά όρκο, κι’ έσύ θέλ’ς δεμάτ’ κι’ όλε»;
Ή Μακρυγιάνω, Θιός σχωρές τες όλες, βαρυά γυναίκα, ουτ’είλεγε τέτοια λόγια ουτε νά άκούσ’ ήθελε, ήτσου... Βγάζ’ ίσια τ’ ρόκα ’πό τό ζωνάρ’ της νά βαρέσ’ τή Λιούντω στά μέτωρα καί τσ’ λέει: «βούλωσ’ τό στόμα σου, χούμπωσε μέ τσ’ άτσαλιές σου, δέν έντρέπεσαι γρ’γιά γυναίκα, μέ τό ’να ποδάρ’ στόν τάφο καί τ’ άλλο άπ’ όξω καί τσ’ άτσαλιές δέν τσ’ άφίνεις». Κι ή Λιούντω, άφού τραβήχτ’ κε πσίχα παρά πέρα άτάραη: «Καλά, καλά μώρ’ Κωστάντω, καλά,., τάχα δέ θά σ’ άρεγε κι’ έσένα, νά σώκανε κάνας άντρας, ετσ’ για για πσίχα—πσίχα (δείχνοντας χαϊδευτά τό μπούτι της)! Καλά, καλά,... δέν θά σ’ άρεγε τάχα... πουν’ το πές καί απέ....»
Γέλασε, ήθελε δέν ήθελε κι ή δύσκολη στό γέλοιο Μακρυγιάνω... καί ό «άκηκοώς πού μεμαρτύρηκαι»...

Πηγή : Σπύρου Στούπη:"ΠΩΓΩΝΗΣΙΑΚΑ ΚΑΙ ΒΗΣΣΑΝΙΩΤΙΚΑ"-Τόμος 2

*φόκι=κατα πάσα πιθανότητα είναι το "τσόκαλο" του καλαμποκιού...


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Χ.Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.