Σάββατο 5 Αυγούστου 2017

Η Μαριόλω...



«...Κάποιοι πόνοι
πού δέν τούς κλεί
κι ό πλατύτερος θρήνος...»
Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ

Ό κάθε άνθρωπος εκδηλώνει το συναίσθημα της χαράς με το δικό του τρόπο. Τό συναίσθημα όμως τής λύπης, τής βαθειάς λύπης, όλοι οί άνθρωποι τό εκδηλώνουν με τον ίδιο τρόπο. Με ψυχικό πόνο, με θρήνους, με μοιρολόγια από τις γυναίκες, μέ δάκρυα. Τά δάκρυα εναποθηκευμένα στο δακρυϊκό ασκό, στη λήκυθο, αυτή του ανθρωπίνου πόνου, δέν έχουν προορισμό από τη Φύση νά ξεπλένουν μόνο το βολβό του οφθαλμού, άλλα καί να ανακουφίζουν από τούς αβάσταχτους ψυχικούς πόνους. Διαυγή κι αστραφτερά κατά τή ροή τους καίνε και τό μαντήλι. Έχουν οί Ήπειρώτισσες μεγάλη εμπειρία με τούς ακένωτους ασκούς των δακρύων τους.

«...Σου στέλλω καί το δάκρυ μου 
σε ενα χρυσό μαντήλι.
Το δάκρυ είναι καφτερό 
καί καίει το μαντήλι...»

Άπό τήν άρχαιοτάτη ακόμα εποχή όλοι οί συγγραφείς μάς παρουσιάζουν τον ψυχικό σπαραγμό σ’ όλες τις κλίμακες. Ό Θουκυδίδης άναφέρει οτι οί Αθηναίοι, κατά τό 431 π.Χ. 
«...τω πατρίω νόμω δημοσία ταφάς έποιήσαντο 
των εν τώδε πολέμω πρώτω άποθανόντων».
 Ό Πρίαμος όταν έμαθε το θάνατο του γυιού του Εκτορα (Ίλιάς X στιχ. 54) 

«... ώμωξεν ό γέρων κεφαλήν... 
παίειν καί τ’ άλλα ποιεΐν καί λέγειν, 
ό συμβαίνει τοις περιπαθούσι».
Άπό τον τραγικότερο των τραγικών, τον Ευριπίδη, στήν τραγωδία "Τρωάδες", τήν τραγική αυτή συναυλία του ανθρωπίνου πόνου,, πού την εκτελούν οι Τρωαδίτισσες, ακούμε τούτο τό μοιρολόγι (στιχ. 1180) τής Εκάβης, όταν αντίκρυσε τό μικρό Άστυάνακτα νεκρό απάνω στήν ασπίδα του πατέρα του.
«...Ώ, χέρια τί αντίγραφο των πατρικών χεριών πού είστε. Χάθηκες λοιπόν γλυκό μου στόμα, πού, πολλές φορές μου έλεγες, όταν ορμούσες στο κρεβάτι μου και μου φώναζες : Γιαγιά, εγώ γιά σένα μιά τρανή πλεξούδα θά κόψω άπό τά μαλλιά μου καί τήν παρέα τών συνομιλήκων μου θά φέρω μπροστά στον τάφο σου νά σου πούμε γλυκό χαιρετισμό...»
Ή Παναγιά κλαίει καί οδύρεται: «Ω γλυκύ μου έαρ». Ό Παλαμάς θα αφήσει στή μάνα του νεκρού του παιδιού, του Άλκη τη φροντίδα «...καί τό στερνό τό χτένισμα μέ τά χρυσά τά χτένια πάρτε απ’ τή μανούλα σας μαλλάκια μεταξένια...» Ή μάνα στο «Ματωμένο γάμο, του Λόρκα μοιρολογεί στο σκοτωμένο παιδί της: «...Ποιός τόλπιζε νά γίνουνε τά μούσκλια τά νυχτιάτικα στεφάνι στά μαλλιά σου...». Ό Σολωμός στήν «Τρελλή μάνα»: «...Με λύπη εγκάρδια έθεωρούσε, όλα τά μνήματα...». Ό Ρίτσος στον «Επιτάφιο»: «...και μούλεες, γυιέ, πώς όλ’ αυτά τά ώραία θάναι δικά μας και τώρα έσβήστης κι εσβησε τό φέγγος κι ή φωτιά μας...».

Τά Ηπειρώτικα και τά Μανιάτικα μοιρολόγια είναι εκείνα, πού τρυπούν μέ νυστέρι τήν καρδιά. Νά μιά πικρή γεύση από Μανιάτικο μοιρολόι, από μιά μάνα:
«...Λιάκο καί Λιάκο μ’ Λιάκο μου 

καί χίλιες φορές Λιάκο, 

χίλια μαχαίρια στήν καρδιά 

καί χίλια δυο φαρμάκια.

Σήκω λεβέντη μ’ νά μέ ίδείς 
τήν πόρτα μ’ νά χτυπήσης.
—Μάνα μ’ νά πείς ώρα καλή 
καί μάνα μ’ καλημερα...»
Όλα τά Ηπειρώτικα μοιρολόγια κλαίνε γιά τούς ξενητεμένους και πιο πολύ γιά κείνους, πού δε γύρισαν. 'Ένα μόνο ξεφεύγει άπό τον κανόνα αύτόν. Είναι τό μοιρολόι του ξενητεμένου, πού γυρίζοντας από τήν ξενητειά δε βρίσκει τήν γυναίκα του τή Μαριόλω. Τραγική ή ιστορία της. Έτσι μου την είπαν τα παληά χρόνια:

Δίπλα από τό χωριό μου, τό Γραμμένο, είναι ή Βελτσίστα (σήμερα Κληματιά). Νειόποαντρος ό νοικοκύρης του σπιτιού άκουσε τό κάλεσμα τής ξενητειάς και πορεύτηκε στο Μπουκουρέστι τό πικρό, απάνω σ’ ένα άλογο του Ρόβα, αφήνοντας τή γυναίκα του τή Μαριόλω μέ τήν κοιλιά μέσα στήν οποία κάτι χαρχάλευε.
Πέρασαν χρόνια. Μιά μέρα όμως, πικρή μέρα, ή γρεντά του παλιού σπιτιού άπό αγριοβελανιδιά, ρημαγμένη άπό τήν πολυκαιρία κι’ άπό τό σαράκι κόπηκε, στά δύο. Τό ασήκωτο εκείνο βάρος άπό τις πλάκες τσαπάλιασε τή Μαριόλω, πού εκείνη τήν ώρα ζύμωνε μοιρολογώντας τό «ξενητεμένο μου πουλί καιπαραπονεμένο». Τήν κουβάλησαν ενα σακκί κόκκαλα και ματωμένες σάρκες στο κοιμητήρι...

Ήρθε τον άλλο χρόνο ό άντρας από τήν ξενητειά. Χύθηκαν νά τόν αγκαλιάσουν οί συγγενείς καί φίλοι. Φώλιασε στήν άγκαλιά του κι ενα άχαμνό παιδόπουλο, το παιδί του. Κι όλοι έκλαιγαν. Ή αντάμωση υστέρα άπό τόσα χρόνια φέρνει και δάκρυα. Τόσα όμως δάκρυα καί τόσος σπαραγμός. Άπόρεσε. Δέν είδε τή Μαριόλω. Τή βρήκε στο κοιμητήρι. Κι άρχίζει αύτός ό μακάβριος διάλογος ενός ζωντανού μέ μιά νεκρή. Μοναδικός σ’ όλη τή λογοτεχνία μας. 'Όλοι οί τραγουδιστές μας, όταν τραγουδάν τούτο τό μοιρολόι δίνουν κάτι από τήν ψυχή τους. 'Όταν όμως τούς συνοδεύει κι ό κορυφαίος μας λαλητής ό Χαλκιάς, ό Τάσος μέ τό κλαρίνο του, μέ τους λυγμούς και τα αναφιλητά του, τότε γίνεται μαχαίρι πού κόβει κοψίδια τήν καρδιά μας:
—Σήκω Μαριόλω άπό τή γη 
κι άπό τό μαύρο χώμα. 
—Πώς νά σκωθώ λεβέντη μου 
καί πώς νά έβγω όξω; 
—Φτιάσε τά νύχια σου τσαπιά, 
τις απαλάμες φτιάρια, 
ρίξε τό χώμα από δεξιά, 
τις πλάκες από πέρα.
Κι άπό τή δέξια τή μεριά 
κάνε ένα παραθύρι 
νά μπαίνει ο ήλιος του Μαγιού 
τ Αυγούστου τό φεγγάρι, 
νά μπαινοβγαίνουν τά πουλιά 
νά κάνουν τις φωληές τους...
Κώστας Ντούλας

Πηγή: Δελτίο "ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ"-Τεύχος 47-48-49/9ος-10ος-11ος-1983

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ: 
Το τραγούδι της εισαγωγής είναι παιγμένο από τους Παρακαλαμιώτες Χαλιγιανναίους, παλιά ηχογράφηση στο βιολί είναι ο Νίκος Χαλιγιάννης..

Δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να προσθέσω ένα ακόμη θαυμάσιο κατά την γνώμη μου παλιό μοιρολόι για το χωρισμό... "Νουμπέτι"...

Κλαρίνο - Κώστας Βέρδης
Βιολι- Γιάννης Νίνης
Λαούτο - Σταύρος Σαδεδήν και Σωτήρης Μπούρμπος

Ντέφι - Βαγγέλης Βερδής



ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Χ.Κ.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ:




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.