Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Η γομάρα ενταβράντισε…


Της Αγγελικής Βραζιώτη 

"...Στα μέσα της δεκαετίας του '60, η αδελφή μου η Ελένη σπούδαζε στην Αθήνα. Ο παππούς μας είχε ιδιαίτερη αδυναμία στη «Λενίτσα» του, γιατί από μικρούλα περνούσε στη Βήσσανη όλες τις σχολικές διακοπές της και είχε τέλεια εξοικειωθεί με τη ζωή των ντόπιων. Της ταχυδρομούσε, λοιπόν, κάθε μήνα ένα μικρό, συμβολικό "επίδομα". Με την ευκαιρία, της έγραφε και λίγες γραμμές, με ωραία καλλιγραφικά γράμματα, με πολλή αγάπη, συγκινητικό ενδιαφέρον, με αρκετές συμβουλές αλλά και με κάποια δικά του νέα και της γιαγιάς από το χωριό. 
Κάποια άνοιξη, της έγραψε μεταξύ άλλων: 
«Λενίτσα, παιδί μου, η γομάρα ενταβράντισε όλο τον χειμώνα στο κατώι, να τρώει και να πίνει από τα έτοιμα. Δεν δέχεται καπίστρι και η γιαγιά σου δεν μπορεί να την κάμει καλά. Λέω να την πουλήσω. Μη στενοχωρεθείς, παιδί μου...». 
Πόσο γέλιο αλλά και πόση συγκίνηση χωράνε μέσα στις λίγες αυτές γραμμές, που δείχνουν καθαρά την έγνοια του παππού να μη στενοχωρήσει το εγγόνι του, την ποιότητα της επικοινωνίας τους, την αμοιβαία κατανόηση και την εμπιστοσύνη. Και όσοι θυμούνται τον πανύψηλο, μουστακαλή και αυστηρό Γιώργη Παππά, θα απορούν με την τρυφεράδα που αναδίνει αυτό το γράμμα. 
Η λέξη νταβραντίζω είναι τουρκικής προέλευσης και σημαίνει είμαι γεμάτος ζωτικότητα και σφρίγος. Εκείνη την εποχή υπήρχε αλληλοεξάρτηση και αλληλοδέσμευση μεταξύ των ανθρώπων και των ζώων που είχαν στη δούλεψη τους. Δεν μπορούσαν να διεκπεραιώσουν τις δουλειές τους χωρίς αυτά αλλά κι εκείνα δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς τη φροντίδα των ανθρώπων. Το να πουλήσεις τον γάιδαρο σου ήταν χειρότερο από το να πουλάς σήμερα το αυτοκίνητο σου, γιατί υπήρχε και το συναισθηματικό δέσιμο. Ήταν δύο υπάρξεις, αφεντικό και ζώο, που πορεύονταν, ζούσαν, αισθάνονταν και δούλευαν μαζί. 

Η Ελένη στην Αθήνα αναστατώθηκε. Επειγόντως έφτασε στη Βήσσανη η απαντητική επιστολή της. 
«Όχι, παππού, μην πουλήσεις τη γομάρα, σε παρακαλώ. Τώρα το Πάσχα θα έχω λίγες μέρες άδεια από τη σχολή και θα έρθω στο χωριό να την κανονίσω». 
Έτσι κι έγινε. Την κανόνισε πράγματι τη γομάρα η Λενίτσα, με μεγάλη αποφασιστικότητα, με το καπίστρι σφιχτά στο ένα χέρι και με ένα σωφρονιστικό στειλιάρι στο άλλο. Της έδωσε κάμποσες ξυλιές, της έβαλε και τις φωνές και τη συνέφερε, προς μεγάλη ικανοποίηση και περηφάνια του παππού. Ύστερα, μαζί με τη γιαγιά, καθάρισαν λίγο λίγο όλο το κατώι από τις κοπριές του χειμώνα και η Ελένη φόρτωνε τα τσουβάλια στη γομάρα, για να τα πετάξει εν συνεχεία έξω από το χωριό. 

Αυτή η διαδικασία ήταν μια από τις συνηθισμένες δουλειές της άνοιξης. Όλα τα νοικοκυριά καθάριζαν και ασβέστωναν τα κατώγια όπου είχαν ξεχειμωνιάσει τα ζωντανά τους. 
Ήρθε, λοιπόν, η ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής, γιορτή της Παναγίας, και η Ελένη, ως ξένοιαστη καβαλάρισσα, κατέφθασε στο μοναστήρι, ανυποψίαστη για τη λαχτάρα που την περίμενε. Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, πηγαίνουν εκεί όλοι οι χωριανοί, περίπου δύο χιλιόμετρα απόσταση, όπου γίνεται η Θεία Λειτουργία και ακολουθούν γλέντι και φαγοπότι. Άλλοι πήγαιναν με τα πόδια, άλλοι με τα γαϊδουράκια τους και κάποιοι με αυτοκίνητα. Η παπαδιά έκανε λάθος και μετά τη Λειτουργία αντί να πάρει τον γάιδαρο της να επιστρέψει στο χωριό, πήρε την άρτι σωφρονισθείσα γομάρα της αδελφής μου... 
Την Ελένη την έπιασε απελπισία μόλις διαπίστωσε την απώλεια και άρχισε να ψάχνει και να ρωτάει. Τότε ήταν που πέρασε και από το σημείο όπου η νεολαία της Βήσσανης είχε στήσει στο γρασίδι ένα πικ-απ και χόρευε. Ο ατυχής Λεωνίδας την είδε που πλησίαζε και τη ρώτησε: 
—Λενίτσα, χορεύεις χάλι-γκάλι; Και εισέπραξε την παροιμιώδη απάντηση, γεμάτη αγανάκτη ση και αγωνία... 
—Άσε με, μωρέ, εγώ έχω το χάλι μου, έχασα τη γομάρα μου κι εσύ θέλεις χάλι-γκάλι... 
Ακόμη το θυμάται ο Λεωνίδας και γελάει. Πάντως, έπειτα από αυτό το περιστατικό, η Ελένη, με το που παρέλαβε το ζωντανό από την παπαδιά, έγραψε σε μια ταμπελίτσα «Ι.Χ.» και την κρέμασε στην ουρά του, για να σιγουρευτεί πως δεν θα το ξαναχάσει. Εκείνο το Πάσχα δικαιωματικά ανέβαινε στο σαμάρι και είχε χορτάσει βόλτες με το Ι.Χ. της. Πόσω μάλλον που συνδύαζε τις βόλτες αυτές με το κουβάλημα νερού από τη στέρνα του σπιτιού προς το καφενείο του παππού. Και κάθε φορά που περνούσε από το χοροστάσι, ο παππούς έβγαινε στην πόρτα του καφενείου να την καμαρώσει, κρυφοχαμογελώντας κάτω από τις μουστάκες του με ικανοποίηση. 

Με την ίδια αυτή γομάρα πήγαμε σε έναν γάμο σε γειτονικό χωριό. Η γιαγιά, εγώ και η ξαδέρφη μου η Ράνια, που ταιριάζαμε στην ηλικία - ήμασταν γύρω στα δώδεκα. Η γιαγιά είχε φορτώσει μια κουβέρτα πίσω στο σαμάρι. Ήταν το δώρο του γάμου. Μας είπε να ανεβαίνουμε εναλλάξ στο ζωντανό, για να μην κουραστούμε πολύ με το περπάτημα. Όταν όμως ανέβηκα, σχεδόν αμέσως κατέβηκα τρομαγμένη. Η γομάρα είχε μια περίεργη συμπεριφορά εκείνη την ημέρα. Περπατούσε άκρη άκρη στη δεξιά πλευρά του δύσβατου δρόμου. Από κάτω, όμως, ήταν γκρεμός. Η γιαγιά άρχισε να τη μαλώνει.

— Όχι από κει, μωρή χαμένη. Ντερβένι ντερβένι περπάτα.... 

Η γομάρα, όμως, δεν εννοούσε να πάει καταμεσής και δεδομένου ότι η Ελένη δεν ήταν μαζί μας για να τη συνετίσει, καμιά μας δεν ανέβηκε στο σαμάρι, αλλά φτάσαμε στον γάμο περπατώντας! 

Συνέβη και κάτι άλλο παράδοξο. Μέχρι τότε, από γάμους που είχα δει στα Γιάννενα, ήξερα ότι οι νύφες ήταν χαρούμενες. Εκεί, όμως, έβαλαν τη νύφη στον χορό κι εκείνη ήταν καταθλιμμένη κι έκλαιγε. Εγώ ρώτησα τη γιαγιά μου πώς γίνεται να φαίνεται η νύφη σαν άρρωστη, αφού πριν από λίγο μέσα στο δωμάτιο γελούσε.

-Σσσσσς... τρόμαξε η γιαγιά, μη με ακούσουν και άλλοι. Έτσι το 'χουν οι βλάχοι, επειδή φεύγει από τα γονικά της. 

Κατάλαβα ότι αυτό ήταν ένα έθιμο και σύμφωνα με αυτό, η νύφη όφειλε να δείχνει λυπημένη. Μας φιλοξένησαν οι γονείς του γαμπρού. Φάγαμε, χορέψαμε, η γιαγιά κουβέντιασε με γνωστούς της και κοιμηθήκαμε αργά. Την άλλη μέρα πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Αυτήν τη φορά η χουιρλού γομάρα μάς έκανε τη χάρη να περπατάει λιγότερο ριψοκίνδυνα και μοιραστήκαμε τον δρόμο με την ξαδέρφη μου. Η γιαγιά με το ζόρι δέχτηκε να ανέβει λίγο, γιατί ήταν μαθημένη από μακρινές πορείες μια ζωή και η επίσκεψη σε κοντινά χωριά τής φαινόταν περίπατος και ψυχαγωγία!..." 

Το διήγημα είναι απο το βιβλίο της Αγγελικής “ΔΥΟ ΚΑΧΤΕΣ* ΤΗ ΦΟΡΑ” (Εκδόσεις Publibook-2010).(*ΚΑΧΤΑ=ΚΑΡΥΔΙ). 


Ακούστε το παραπάνω διήγημα απο τον εξαιρετικό Κωνσταντίνο Θεμελή απο εκδήλωση που έγινε στη “ΜΑΝΑ” κατά την διάρκεια έκθεσης  ζωγραφικής της Αγγελικής, τον Μάρτιο του 2011…(Δες εδώ

ΝΑ σας θυμίσουμε και την καινούργια έκθεση ζωγραφικής της Αγγελικής που θα γίνει στις 13 Αυγούστου στο χωριό μας. Μην ξεχάσετε να την επισκεφτείτε… Να είσαι πάντα καλά Αγγελική μας και να δημιουργείς… 




el gato

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.