 |
Η παραπάνω φωτογραφία στο χοροστάσι είναι βέβαια μεταγενέστερη απο την εποχή που αναφέρεται το σημείωμά μας |
Αύγουστος 1928...
...Όταν βγαίναμε οί συνάδελφοι εκδρομές—μου φαίνεται πώς τώγραψα σέ κάποιο άλλο κεφάλαιο—πηγαίναμε πάντα όλοι μαζί και οικογενειακώς και γινόμαστε μια μεγάλη παρέα...
Μιά Κυριακή απόγευμα, ήτανε Δεκαπενταύγουστος, μπήκαμε στα αυτοκίνητα καί δέν είπαμε τίποτε στους οδηγούς, γιατί δεν είχαμε ακόμη αποφασίσει που θά πηγαίναμε. Ό οδηγός του πρώτου αυτοκινήτου, όπου και πάντα έμπαινα, γιατί ήμουνα ο διοργανωτής των εκδρομών κι ήθελα πάντα νά ξέρω σέ τί κατάσταση βρισκόταν οί οδηγοί τών αυτοκινήτων μας, γυρίζει για μιά στιγμή και μου λέει:
«Με άφήνετε σήμερα νά σάς πάω εγώ όπου θέλω;»
«Καί δεν μάς πάς» του λέω και έτσι κι έγινε...
Ύστερα από διαδρομή καμιάς ώρας στο δημόσιο δρόμο, στρίβει ξαφνικά τό τιμόνι του αυτοκινήτου αριστερά και μπαίνει σε κάτι χωράφια, διασχίζει ανοίγματα δρόμων αλλού ομαλά κι αλλού ανώμαλα, κατηφορίζει και ανηφορίζει διαδοχικά σ’ ενα φαρδύ ξηροπόταμο και ξαφνικά βρισκόμαστε στη μέση μιας θεόρατης πλατείας όπου άπ τό ενα μέρος όλοι οί άνδρες του χωριού κι άπ τ΄ άλλο όλες οι γυναίκες, οί όμορφες γυναίκες του Πωγωνίου, μέ ξεχωριστό η κάθε μιά παρέα, τακίμι (συγκρότημα) μουσικών χωρικών οργάνων χόρευαν.
Ξεχωριστή ομορφιά δίνανε στις γυναίκες τά ολόασπρα κουστούμια τους και τ άσπρα μαντήλια τους, τυλιγμένα στο κεφάλι κι ολόγυρα στο λαιμό τους...