Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Tό όνομα της Βήσσανης


Του Σπύρου Στούπη

«Η ξενητειά, το διάστημα, βουνά άγνωρα και κάμποι 
η πελαγίσια η καταχνιά, τα σύγνεφα τα θάμπη 
ποτέ δεν θά τη σβύσουνε στά μάτια της ψυχής μου 
την άγια την εικόνα σου πατρίδα μου χρυσή».

Για το όνομα της κωμοπόλεως Β ή σ σ α ν η που ήταν είναι  απο τά σημαντικώτερα χωριά του Πωγωνίου κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας σε αριθμό κατοίκων, πλούτο καί πολιτισμό, μερικοί πιστεύουν πώς είναι σλαυικό και σημαίνει ψηλό λοφώδη τόπο και άλλοι, οτι είναι ελληνικό που παράγεται από το β ή σ σ α=δρυμώδης τόπος (ώς ούρεως έν βήσση. Ιλ. Γ. 34), μια λέξι πανάρχαιη πού την αναφέρει έκτος από τον Όμηρο καί ο Ησίοδος.
«Πολλοί το όνομα του χωρίου τούτου, λέγει ο Λαμπρίδης, γράφουν όχι ως εκείνοι, οίτινες θεωρούν τούτο σλαυικόν, όπερ σημαίνει θέσιν ύψηλήν ή σημείον ανωφερές όπως τα σύστοιχα Βισανσκό καί Βισικό=άνηφορία, αλλά Βήσσανη εκ της ελληνικής βήσσης».
Ό ίδιος δμως προτιμά τη γραφή Βίσιανη ή Βύσιανη, προφανώς γιατί δεν συμμερίζεται την ελληνική άποψι. [1]
Ο Θεοφ. Μέντζος φρονεί, [2] οτι προέρχεται άπο το έλληνικόν β ή σ σ α γιατί ερμηνεύει και αποδίδει θαυμάσια την τοπολογική έννοια. Διότι σημαίνει, λέγει, «σύνδενδρες λακκιές». Πράγματι δέ το χωριό είναι χτισμένο πάνω σέ λόφους πού κάποτε ήσαν δασόφυτοι. Αλλά, οι «σύνδενδρες λακκιές» είναι συνηθέστατο φαινόμενο στην Ηπειρο καί μάλιστα σε παλαιότερες εποχές οπότε δεν είχε άποψιλωθεί από τα άφθονα δάση της.

Ό Άραβαντινός, όπου αναφέρεται περί Βησσάνης στη Χρονογραφία του, κι’ αυτό γίνεται κατ’ επανάληψι, ώστε αποκλείεται ή περίπτωσις λάθους, γράφει, Β ί σ σ α ν η. Δεδομένης δέ της ιδιότητος του εν λόγω ιστορικού ως λογίου καί διδασκάλου, μάλιστα της εποχής του 1853 πού στήν ορθογραφία έδίδετο ιδιαίτερη προσοχή, πρέπει νά συμπεράνωμε πώς δέν τήν έγραψε στον τύπο αυτο έτσι αυθαίρετα, άλλ’ ότι κάπου θα έστηρίχθη. Επειδή δέ ξέρομε, οτι ό έν λόγω συγγραφεύς δέν άπεμακρύνθη ποτέ άπο τά Γιάννινα άλλ’ οτι ζητούσε τις πληροφορίες του από τούς άρχιερείς, δασκάλους και κάθε λόγιο πού έπεσκέπτετο τήν Ηπειρωτική πρωτεύουσα, κι’ έτσι σάν λόγιος έρμής κατώρθωσε νά συνάξει τήν τόσο χρήσιμη ιστορική του ύλη, πρέπει νά πιστέψωμε, οτι θά τον άντέγραψε από τούς καταλόγους των μητροπόλεων, ή της Τουρκικής διοικήσεως, πού και στην εποχή του ακόμα κατά μέγα μέρος χρησιμοποιούσε την ελληνική γλώσσα μέ Έλληνες γραμματισμένους, πού φαίνεται τήν έγραφαν Βίσανη.

Τούτο προκύπτει άπδ τον 2ο τόμο του ιδίως, όπου περιέχονται στατιστικοί πίνακες και κατάλογοι όλων των χωριών με στοιχεία διάφορα, πού μόνον Τουρκική Διοίκησις και Μητροπόλεις ήταν δυνατόν νά γνωρίζουν. Έκτος αυτού δε, αναγράφει στους καταλόγους αυτούς άλλα τρία χωριά μέ το ίδιο σχεδόν όνομα. Ένα στή διοίκησι Τομαρίτσας ώς Βίσιαν, δεύτερο ως Μπισάνι στην περιφέρεια Μπερατίου καί τρίτο όμοιο στην περιοχή της Αύλώνος. Αγνωστον όμως πού στηριζόμενος, χαρακτηρίζει το μέν Βίσσανη ως έλληνικόν τα άλλα δέ δύο όμοια ως άλβανικά.

Εξ άλλου συναντώνται χωριά Βήσσανη στην περιοχή Μπορόβας—Κορυτσάς (μουσουλμανικό), τοπωνυμία κοντά στην Κόνιτσα πού λέγεται και γράφεται Βίσιανη ή «στ’ Βίσιαν» κατά την έκφραση των εντοπίων. [3]
Παράλληλα υπάρχει και μια σειρά ονομάτων συνοικισμών πού το πρώτο συνθετικό τους είναι Β η σ, ή παρεμφερή πρός αυτό Μ π ί σ, Μ π ε σ, Β ί τ ζ καί άλλες παραλλαγές συνηθισμένες στα τοπωνύμια. Οπως τά : Βήσενα—Καστοριάς, Βησοτσάνη— Δράμας, Βυσώκα—Σερρών, Βίτσενα ή Βύρτζανα—Άσπροποτάμου κ. ά. Πρόκειται δηλαδή περί ονόματος περισσότερο κοινού άπ’ οτι πιστεύεται γιά το οποίο ώς ελληνικό ο Τιμολέων Άμπελάς ασχολούμενος με τα τοπωνύμια τής Σύρου γράφει σχετικώς : 
«Αξιοσημείωτος είναι ή διατήρησις της ονομασίας Βήσσα επί τίνος καλής τοποθεσίας. Λέγω δέ άξιοσημείωτος, διότι ή λέξις βήσσα σημαίνουσα ώς γνωστον κοιλάδα, είναι εκ τών αρχαιοτέρων καί ουχί τόσων συνήθων και έν αυτή τη μέση άρχαιότητι». [4]
Συναντώνται όμως τοπωνύμια του είδους αυτού και εις άλλα ελληνικά μέρη. Όπως ο αρχαίος Δήμος Αττικής κοντά στο άκρωτήριο Άγ. Νικόλαος (Αστυπάλαια) όπου καί οι αλυκές τής Άναβύσσου άπο το Άνω Βήσσα ίσως, Βήσσα Χειμάρρας, Βήσσα Λοκρίδος, Βησσάνθη Καλλιπόλεως (Ραϊδεστός) κ. ά. 'Ως πρός τον τύπο τής γραφής του ονόματος, φαίνεται πώς ήμφισβητείτο στούς άρχαίους. Γι’ αυτό ο Στράβων σημειώνει, οτι το όνομα του Δήμου Βήσσης Αττικής πρέπει νά γράφεται μέ ένα σίγμα καί μέ δύο η Βήσσα τών Λοκρών, πράγμα πού επαναλαμβάνει ο Στέφανος ό Βυζάντιος. Ασυμφωνία δέ παρατηρείται και στη γραφή του ονόματος Βήσσανη, σέ σωρεία παλαιών και νέων εγγράφων επισήμων και μη, μέχρι σήμερα, σε βιβλία, λεξικά κ.λ.π. Από τή μελέτη δέ αυτών προκύπτει οτι επικρατεί ό τύπος Β ι, ακολουθεί ό Β υ καί έπεται ό Β η. [5]

Παράλληλα πρέπει να σημειωθεί, οτι όλα τά γύρω τής Βήσσανης χωριά είναι σχεδόν ξενόφωνα, συνεπώς ό διαχωρισμός του άπ’ αυτά και ό χαρακτηρισμός του ώς αρχαιοελληνικού με μόνη τήν ετυμολογία του ονόματος δεν είναι εύκολο νά έχει ιστορικές άξιώσεις. Ούτε περί παραδόσεων δε, μπορεί νά γίνεται σοβαρός λόγος στήν Ηπειρο, όπως έλέχθη και άνωτέρω  γιατί ύπάρχει απολυτο ιστορικό σκοτάδι 1500 περίπου έτών.
Βέβαια ήμπορούν νά προβληθούν πολλές άπόψεις, όπως π. χ. τό ένδεχόμενο τής προελεύσεως του ονόματος από εκείνο τών Βησσών ή Βέσσων πού ή γλώσσα τους ταυτίζεται σε πολλά μέ τήν ελληνική. Είναι δε γεγονός οτι τά τοπωνύμια πού έχουν ώς πρώτο συνθετικό τό βήσσα ή παρεμφερές πρός αύτό, όπως άνεφέρθη και προηγουμένως, είναι αρκετά γιά νά δικαιολογήσουν μιά τέτοια έκδοχή, έφ’ όσον υπάρχει το δεδομένον, οτι οί Βησσοί «επεξετάθησαν εν πάση Ήπείρω καί Μακεδονία». Στήν περίπτωσι αυτή δε, αν συσχετίσωμε τό Β η σ σ ο ί μέ τον πληθυντικό, ν η=οι, τής αλβανικής γλώσσας, τότε τό όνομα ερμηνεύεται πλήρως καί ετυμολογείται τό Β ή σ α ν η=οί βησσοί ή οί Βέσσοι. [6]
 
Παράλληλα όμως υπάρχουν καί αντίθετες όψεις. Οπως το Β η σ σ ο ί—ν η=οι Βησσοί δηλ. Βησσανιώτες, υπάρχει καί το μεσαιωνικό έλληνο—αλβανικό υποκοριστικό Β η σ σ α (Βησσαρίων) που μέ τον αλβανικό πληθυντικό, ν η=οί, ή τή σλαυική άποψι του Standmuller  ετυμολογείται και ερμηνεύεται ορθότερο από τήν περίπτωσι των Βησσών. [7]. Δηλ. Β ή σ σ α—ν η =οί Βησσαρίωνες=βησσανιώτες. Άλλα καί ολα αυτά—αυτά καθ’ έαυτά—δεν ήμπορούν νά στηρίξουν ιστορική αλήθεια, γιατί συγχέονται στό σκοτάδι των αιώνων μέ πλήθος άλλα ιστορικά γεγονότα καί απόψεις, άπό τις όποιες τίποτε δεν ήμπορει νά άπορρίψει κανείς άσυζητητεί, δύσκολο, όμως είναι νά υποστηρίξει. Σχετικώς ό Δήμητσας που στά «Μακεδονικά» του πραγματεύεται καί το ζήτημα τής ύπάρξεως πόλεως Βήσσης καί λαού Βησσών, τούς άρνείται καθ’ ολοκληρίαν. Εκφράζει δέ τήν άγανάκτησί του γιατί μερικοί έρμήνευσαν το όνομα Βησσοτσάνη—Δράμας ως ελληνικό, ενώ όπως λέγει, κανείς συγγραφεύς δεν κάνει λόγο γι’ αυτούς.

Αντίθετα ο Κλ. Νικολαΐδης φρονεί, οτι τούτο δεν είναι απόλυτα σωστό, γιατί ολόκληρη σχεδόν ή Μακεδονική φιλολογία των άρχαίων έχάθη. Καί οτι πολλά ονόματα πού φαίνονται ως Σλαυικά, είναι παρεφθαρμένα έλληνικά, όπως παρατηρεί καί αυτός ό σλάυος Γιρετσέκ, ο Κάρολος Ντήτριχ, Ούγος Γκρότε κ. ά. 
«Καί επί τής αυστηράς αύτού επιστημονικής φιλολογικής βάσεως εάν τεθώμεν, τονίζει, καίτοι έλλειπεστάτης φιλολογικής ύλης, άποδεικνύεται ύπερτιμών (ό Δήμητσας) τήν ικανότητα των Βουλγάρων εις τούς όποιους άποδίδει τον εντός ελάχιστου χρόνου εκ- σλαυισμον όλων των γεωγραφικών ονομάτων. Έξεσλαβίσθησαν, ναί, λέγει, άλλ’ αί καταλήξεις μόνον καί τούτο έπραξαν όχι οί Βούλγαροι, άλλ’ αυτός ό κλήρος ημών,  δεί- κνύων ύπερβολικον ζήλον πρός τούς παροδικώς έπικαθήσαντας δίκην άκρίδων Σλαύους. Υπό τό σλαυικόν επίχρισμα όμως δυναταί τις νά διακρίνη άμέσως τήν έλληνικήν ρίζαν, όπως κάτω άπο τά άτυχή κονιάσματα τών τουρκικών τζαμίων διακρίνει τις τήν ώραίαν βυζαντινή τέχνην».
Ετσι, μπροστά στο πλήθος αυτό τών άλληλοσυγκρουομένων άπόψεων και τών ομωνύμων ή συγγενών του ονόματος Βήσσανη [8] λέξεων, σταματούμε μόνον στο ελληνικό όνομα δένδρου Βυσσινέα κοινώς Βυσινιά, γιατί νομίζομε πώς παρέχει περισσότερες πιθανότητες άληθείας, δέν άνάγεται σέ πολύ παληά χρόνια καί γι’ αυτό είναι μάλλον πλησιέστερο πρός τήν πραγματικότητα. Τό δένδρο αυτό ευδοκιμεί στά ξηρά εδάφη σάν τής Βήσσανης, όπως άποδεικνύει καί τοποθεσία Αγριοκερασιές, αυτόφυτες, και οι εξημερωμένες όμοιες, συγγενείς τής βυσινιάς από τήν οικογένεια τών ροδανθών. Πιθανόν δηλ. άπό βυσσινιά πού υπήρχε σέ κάποιο εκεί μέρος, οί ελληνες κάτοικοί της, νά ωνόμασαν τήν τοποθεσία μέ τό όνομα του δένδρου αύτού όπως σ’ άλλο μέρος έδωσαν τό όνομα Μηλιές ή Μηλιά γιατί προφανώς υπήρχε μηλιά, Μεγάλο δένδρο, Γκορτσιές κ. ά. Είναι δέ συνηθισμένο φαινόμενο ονόματα τόπων νά προέρχονται άπό το όνομα ομώνυμου δένδρου που ήταν εκεί κάποτε σάν διακριτικό γνώρισμα. Μέ τήν πάροδο του χρόνου δέ τό Βυσσινιά παρέπεσε εις Βήσσανη. [9] Στήν άποψι αύτή ενισχυόμεθα καί από υπάρχοντα στήν Κοινοτική βιβλιοθήκη πωλητήρια έγγραφα τής Ί. Μονής Άβελ του  έτους 1879 πού σέ κυκλοτερή σφραγίδα φέρουν τά γράμματα: «Κοίμησις Θεοτόκου Μοναστήρι Β ύ σ σ ι α ν α».

Ο Πανταζής Οικονόμου [10] συμφονών μέ τις άπόψεις του Θ. Μέντζου προσθέτει: 
«Δέν δυνάμεθα νά λάβωμεν υπ’ όψει ότι ελαβε τό όνομα εκ του δένδρου τής βυσσινέας. Διότι έκεί όπου ήτο πριν καί εδώ όπου είναι σήμερον κτισμένη ή Βήσσανη, ουδόλως είναι ό τόπος κατάλληλος διά νά ευδοκιμεί τό δένδρον τής βυσσινιάς. Ισως νά εύδοκιμή αυτη έκεί όπου ήσαν καί είναι τά άμπέλια τών κατοίκων, άλλ’ ή τοποθεσία αύτη άπέχει πλέον τής ώρας άπό τής κωμοπόλεως. ’Επί πλέον δέ νομίζω, ότι ουδείς τών βησσανιωτών ενθυμείται υπαρξιν βυσσινεών ούτε εντός τής κωμοπόλεως ούτε καί είς τά άμπέλια αυτής, όπου όντως υπήρχον καί υπάρχουν κερασέαι. Έκτος τούτων ή σήμερον λεγομένη βυσσινιά έλέγετο υπό τών άρχαίων κέρασος ή οξύκαρπος. Αποκλείεται όθεν νά έλαβε τό όνομα έκ τής βυσσινιάς. Άλλ’ ούτε και έξ άλλης αιτίας δυνάμεθα νά ύποθέσιομεν οτι ελαβε το όνομά της, ουτε λόγω έπιδράσεως ξένης γλώσσης, ούτε ένεκα διαφόρων επιδρομών διαφόρων λαών, σλαυικών ή άλλων. Μόνον διάθεσις καινοθηρίας καί ξενική προταγανδιστική σκο- πιμότης ξένων θά εξηγεί πάσαν άλλην άντίληψιν».
Άτυχώς όμως δέν ήμπορούμε νά στηριχθούμε μόνον στα κριτήρια πού έχομε άπο τά τελευταία έκατό ή διακόσια χρόνια άπο παράδοσι—γιατί αύτό μόνον έχομε—καί νά ίδούμε, νά είσχωρήσωμε, στο άδιαπέραστο σκοτάδι ολοκλήρων αίώνων πού σκεπάζει άκόμα καί στις γενικές γραμμές τήν Ηπειρωτική ιστορία, πολύ περισσόρο δέ προκειμένου γιά λεπτομερειακή όπως είναι ή τοπική μας. 

Γιά πρώιη φορά σέ γραπτά κείμενα τό όνομα «Βίσανι» παρουσιάζεται γύρω στά 1300 μ. X. Αν δέ λάβωμε ώς βάσι τή χρονολογία αυτή, οτι τότε πρωτοσυστήθηκε, πιστεύω πώς δέν είναι σοβαρό νά γίνεται λόγος περί άρχαιοελληνικής βήσας. Άλλά εκτός αύτού, δέν είναι βέβαιο οτι ευρίσκεται στήν ίδια τοποθεσία πού πρωτοσυστήθηκε εδώ καί χίλια ή καί δυό χιλιάδες χρόνια άφού μιλάμε γιά άρχαιοελληνική προέλευσι.

Άπειρα εξ άλλου είναι τά χωριά. πού συναντώνται μέ τό ίδιο δνομα στήν Ηπειρο.  Καί δχι μόνον σ’ αυτή άλλά καί στήν Πελοπόννησο, άκόμα καί στήν Επτάνησο υπάρχουν ήπει- ρωτικά ονόματα πού έδόθησαν άπο κατοίκους τής Ηπείρου καί Αλβανίας πού έγκατεστάθησαν εκεί. Δέν είναι λοιπόν δυνατόν νά άγνοήσωμε τις μεταναστεύσεις αυτές άλλά καί τόσων άλλων λαών διά μέσου τών αιώνων, καθώς επίσης τις διάφορες καταστροφές, τούς λοιμούς, σεισμούς γλωσσικήν συγγένειαν ή παραφθοράν του ονόματος κ.λ.π.

Κατά τή Βυζαντινή ιδίως περίοδο, λέγει ο Σάθας, ήλλαξαν τά ονόματα, οχι μόνον τών πόλεων καί τών χωριών άλλά καί τών λιμνών καί ορέων καί έλαβον το δνομα του φεουδάρχου.
Παράλληλα δέν ξέρομε τήν ιστορική έξέλιξι τής γλώσσας μας στήν περιοχή, ουτε ποιός ήταν ό γραφικός τύπος του ονόματος Βήσσανη άνάμεσα στούς αιώνες πού πέρασαν καί κατά ποιά χρονική περίοδο ή βυσσινιά ύποκατέστησε τόν όξύκαρπο ή κέρασο τών άρχαίων, πού είναι βέβαιο πώς ευδοκιμεί είς εδάφη σάν τής Βήσσανης.
Επίσης δέν ήμπορούμε νά άγνοήσωμε τήν άσφυκτική πληθώρα τών ξενικών ονομάτων πού μάς περιβάλλει χωρίς τον κίνδυνο νά παραγνωρίσομε μια ουσιώδη ιστορική πραγματικότητα. Στήν περίπτωσι αυτή δε, θά στερηθούμε και ενα άπό τά μεγαλύτερα άτού τής ελληνικότητάς μας. Γιατί τά ξενικά ονόματα—κατά τή γνώμη μας—είναι ένα είδος εχθρικά λάφυρα πού έμειναν στά χέρια μας έπειτα άπό σκληρή μάχη, αιώνων ίσως, μεταξύ του ντόπιου στοιχείου καί τών ξένων κατακτητών καί επιδρομέων πού τελικά ένικήθησαν καί άφομοιώθησαν ή έφυγαν άφίνοντας μόνον ονόματα. Είναι μιά τρανή αδιάψευστη άπόδειξι ότι έπλεόναζε το ελληνικό στοιχείο σέ αριθμό, δύναμι καί πολιτισμό, γιατί μόνον μ’ αυτές τις προϋποθέσεις ήταν δυνατόν νά έπιβληθείπάνω στούς βαρβάρους έπήλυδας καί νά έπιβιώσει. Αλλωστε είναι άξίωμα τής επιστήμης οτι μόνον λαός άνώτερος επιδρά έπί του κατωτέρου.

«Ή παρουσία ξενικών τοπωνυμίων σέ μιά χώρα—γράφει ό γνωστός ιστορικός κριτικός Κ. Θ. Δημαράς—μπορεί πολλές φορές νά γίνει αίτία καί αφορμή γιά δίκαιη έξαρσι τής έθνικής υπερηφάνειας. Ανάλογα μέ τήν παρουσία Φραγκικών ή Τουρκικών κτισμάτιον επάνω στά εδάφη μας, τεκμήριο τών άγώνων μας καί τών τελικών έπικρατήσεών μας, ανάλογα μέ αυτά τά ερείπια πού θά έπρεπε μέ κάθε τρόπο νά περισώζουμε γιά νά περισώζουμε καί αισθητά τήν μαρτυρία τους, είναι καί τά ονόματα τών τόπων: εδώ λέμε, πέρασαν Σλαύοι, έπέρασαν Φράγγοι, έπέρασαν Τούρκοι, μά κανείς τους δέν μπόρεσε νά ριζώσει, καί πάντα ο ελληνισμός βγήκε νικηφόρος, όσο πολυάριθμος, όσο δυνατός και αν έστάθηκε ό άντίπαλός του, ό κατακτητής τής χώρας του...». [11]

Εξ άλλου καί αυτό τό Συμβούλιον Τοπωνυμιών του υπουργείου Εσωτερικών έπρότεινε τήν αλλαγή του ονόματος Βήσσανη. ως ξενοφώνου, δεν μετωνομάσθη δέ χάρις είς τήν άντίδρασι του Κοινοτικοΰ Συμβουλίου όπως συνέβη μέ τά περισσότερα σχεδόν ονόματα τών συνοικισμών τής περιοχής τά όποια έχουν άλλαχθεί.
’Αλλά όπως προκύπτει έξ όλων τών άνωτέρω, τό ζήτημα τής ετυμολογίας του ονόματος Βήσσανη—παρ’ όλα όσα έλέχθησαν δέν ήμπορεί νά θεωρηθεί έξαντλημένο, γιατί, 
«προκειμένου περί ηπειρωτικών φύλων καί τοποθετήσεων άρχαίων ήπειρωτικών πόλεων ή άλλων ηπειρωτικών ειδήσεων, ούδέν παρ’ όλους τούς τόμους τών γραφέντων είναι καθωρισμένον καί λελυμένον, διότι αί πληροφορίαι είναι αμφίβολοι και χρίζουν τήν βάσανον πολυμερεστάτης έρεύνης». [12]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Ήπειρ. Εστία τεύχος 13ον, υποσ. 4η, σελ. 445.

[2] Στο ίδιο περιοδικό, τομ. 6ος, σελ. 404.

[3]   Ήπειρ. Χρον. 1934. Τοπωνυμικά, Κων. Στεριοπούλου.

[4]   Πανδώρα τόμος 21ος. Εικονογραφημένη Εστία Αθηνών 1890, σελ. 75,

[5]   Ίδε σχετικώς, εκτός των έργων Άραβαντινού καί Λαμπρίδου, 
-Στρατιωτικών εγκυκλοπαίδειαν εις οίκείαν λέξιν. «Ή έν Ήπείρω μονή Σωσίνου» Λέανδρου Βρανούση, 1957.
-Επετηρίδα Βυζαντινών Σπουδών έτους 1928 «Ενθυμίσεις καί επιγραφαί από εκκλησίας και μονάς τής Ηπείρου».
-Ήπ. Χρον. 1935 σελ. 40 καί Βιβλιοκρισίαν. 
-Χάρτην Ηπείρου έπισυναπτόμενον εις τήν ιστορίαν Άλή πασά του Άραβαντινού. 
-Φωτοτυπίαν Ελέγχου Σπουδών του Παρθεναγωγείου Βησσάνης του έτους 1911 όπου αναγράφεται μέ ένα σίγμα.


-Τέσσερα πωλητήρια έγγραφα σωζόμενα στήν Κοινοτική Βιβλιοθήκη Βησσάνης του έτους 1879 πού φέρουν κυκλοτερή σφραγίδα τής I. Μονής Άβελ (Βησσάνης) άναγράφουσα καλλιγραφικώς «Κοίμησις Θεοτόκου Μοναστήρι Βύσιανα».
-Επίσης ίδε έγκύκλιον Έπάρχου Πωγωνίου ύπ’ άριθ. 182)1)2)54 δια τής οποίας συνιστάται, κατόπιν Διαταγής του Ύπ. Εσωτερικών ή αλλαγή του ονόματος ως ξενοφώνου καί τό υπ’ άριθ. 65)1954 σχετικό πρακτικό του Κοινοτικοΰ Συμβουλίου Βησσάνης διά του οποίου εκφράζεται ή γνώμη όπως μή μετονομασθείή Κοινότης. κ. ά.

[6]  Οι Βησσοί ή Βέσσοι κατά τόν Ηρόδοτο ήσαν ιερείς και από τό όνομά τους έθεωρούντο Θρακικό έθνος τό οποίον από τή Θράκη διεσκορπίσθη πρός νότον «έν πάση Ήπείρω καί Μακεδονία». Τό 72 π. X. ύπετάγησαν στούς Ρωμαίους καί τόν 3ον μ. X. αιώνα εξελληνισμένοι πρό πολλού προσήλθαν στόν χριστιανισμό, άναφερόμενοι έκτοτε συχνά ατή Βυζαντινή Ιστορία. Ώς χριστιανοί διατηρούσαν αξιόλογα μοναστήρια στήν ανατολική όχθη του Ίορδάνου ποταμού κατά τόν 4ον καί 5ον αιώνα. Ισως δέ στά εκκλησιαστικά αυτά κέντρα τους θά πρέπει νά άναζητηθή καί ή επισκοπή Βήσσων.
Κατά τόν Παπαρρηγόπουλον (Εισαγωγή εις την Ιστορίαν τουΕλληνικού Έθνους σελ. μ θ) 
«άπό τά τοπικά και θρακικά ονόματα περίφημον είναι τών Βεσσών ή Βέσσων. Έκ τού ονόματος δέ τών υποτιθεμένων ιερέων Βησσών μερικοί άλβανισταί, ένόμισαν οτι εις τό όνομα τών Βεσσών, εύρον τήν αρχήν καί τήν έννοιαν του αλβανικού μπέσα=πίστις. Άλλά τούτο, λέγει, δύναται νά έτυμολογηθή καί έκ τής ελληνικής π υ θ ώ, πειθώ, πεύσομαι, πυνθαίνομαι, πίστις, μπέσα κ. α. Πολλά λείψανα τής ιδιαιτέρας τών Θρακών γλώσσης συνεχίζει, δέν έσώθησαν, άλλα καί αί διασωθείσαι λέξεις καί ονόματα, μαρτυρούν τήν συγγένειαν τής Θρακικής γλώσσης πρός τήν έλληνικήν...».

-Χάριν περιεργείας άναφέρομε οτι υπήρχε και Αιγυπτιακή θεότης Βήσσα από τήν οποία έσχηματίσθησαν τά ονόματα Βησσάς, Βησσαντίνος κ.α. Οπως δέ γράφει ό καθηγητής Μ. Κωτσάκης στό ύπ’ άριθ. 32 φύλλο τής "Φων. του Πωγωνίου", τά ήθη καί έθιμα τών κατοίκων τμήματος τοΰ εσωτερικού τής Αιγύπτου παρουσιάζουν καταπληκτική ομοιότητα μέ... τά Πωγωνησιακά !

[7]  Μεσαίων. Μνημ. Σάθα 8ος τόμος σελ. 400. Τό ίδιο όνομα απαντάται καί στόν 7ο τόμο τών Μεσ. Μν. σελ. 79 κ. ά, στόν σύνθετο τύπο Βατή—βησας, πού σημαίνει τόν Βήσα (=Βησαρίωνα) ό όποιος β ά τ η δηλ. αφιερώθηκε στήν εκκλησία. Ίδε καί «’Αθηνά» τόμ. ΜΑ' σελ. 160, Συμβολή κ.λ.π. ΙΙετ. Φουρίκη.

[8]   Απαντάται και κύριον όνομα Βυσάνα, είς εκκλησιαστικούς καταλόγους περί ιό 1700 μ.Χ. Υπάρχει τό Βασάνο τής Ιταλίας. Επίσης ώς σύνθετο Σαμ ο-β ί τ σ α ν η χωρίο τής Β. Ηπείρου κ. α. Σχετικώς Ιδε καί τά Λατιν. Bisseni=δωδεκάς, Βassania=σημ. Έλβατάν, Βεσίνι Καλαβρύτων κ ά.

[9]   Τό χωριό Βήσσενη Καστοριάς μετωνομάσθη είς Βυσσινιά.

[10]   Έφημερίς «Φωνή ΙΙωγωνίου» φύλλον 527

[11]   'Ιδε έφημ. «Βήμα» Αθηνών, φύλλον τής 8-9-1961, «Πάλι τά τοπονύμια» τοΰ Κ. Θ. Δημαρά.

[12]   Εφημερίδα "Ηπειρος" Ιωαννίνων , το Γιαννιώτικο Κάστρο , υπο Γ. Χατζή (Περελέν) φυλ. 2039-2040
- "Φωνή Του Πωγωνίου" φυλ. 533 Σ. Στούπη: Γύρω απο την ιστορία της Βήσσανης

Πηγή:Το βιβλίο του Σπ. Στούπη " ΠΩΓΩΝΗΣΙΑΚΑ ΚΑΙ ΒΗΣΣΑΝΙΩΤΙΚΑ" Τόμος Α-1962

Το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο υπάρχει σε ανατύπωση ΕΔΩ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.